ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΤΣΕΛΗ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΤΑΞΙ, ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ, ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΟΦΕΙΛΗΣ ΑΝΩ ΤΩΝ 50.000 ΕΥΡΩ
Νομική Προστασία κατά τραπεζών, Νόμος Κατσέλη

ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΤΣΕΛΗ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΤΑΞΙ, ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ, ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΟΦΕΙΛΗΣ ΑΝΩ ΤΩΝ 50.000 ΕΥΡΩ

249/2021 ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ

Από την εκτίμηση της εξέτασης του πρώτου των αιτούντων που δόθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: οι αιτούντες, ο πρώτος γεννηθείς το 1975 και η δεύτερη το 1977, είναι σύζυγοι και έχουν αποκτήσει από το γάμο τους δύο τέκνα (θυγατέρες ηλικίας 17 ετών και 14 ετών).

Ο αιτών, από το έτος 2002 είναι ιδιοκτήτης και οδηγός ταξί, με δηλωθέν εισόδημα 400,00 ευρώ περίπου μηνιαίως. Ως ιδιοκτήτης ταξί που ασκεί μεμονωμένα το επάγγελμά του είναι μικρέμπορος, αφού το αντάλλαγμα της εργασίας του έχει την έννοια της αμοιβής της σωματικής του καταπόνησης και όχι της ριψοκίνδυνης κερδοσκοπικής διαμεσολάβησης και δεν του προσδίδει την εμπορική ιδιότητα (Γνωμ.ΟλΝΣΚ 90/2008 ΝΟΜΟΣ). Δεν μπορεί να αποδοθεί η εμπορική ιδιότητα στον αιτούντα ούτε ως ιδιοκτήτη άδειας ταξί, αφού δεν αποδείχθηκε ότι τη μισθώνει ως προσοδοφόρο αντικείμενο ή προσλαμβάνει οδηγό για να εκμεταλλεύεται το ταξί. Εξάλλου, μετά την απελευθέρωση του επαγγέλματος και της χορήγησης άδειας ταξί, η άδεια αυτή αποκτάται με μικρό παράβολο και όχι με επένδυση κεφαλαίου μεγάλης αξίας όπως στο παρελθόν. Ως εκ τούτου, ο αιτών (φυσικό πρόσωπο) ασκώντας μικροεμπορία δεν έχει πτωχευτική ικανότητα (άρθρ. 2 παρ. 1 ΠτωχΚ) και συνεπώς μπορεί να υπαχθεί στη διαδικασία του ν. 3869/10, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ ης ( βλ. σχ. και Ι. Βενιέρης — Θ. Κατσάς, εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η έκδοση, σελ. 109). Η αιτούσα εργάζεται ως υπάλληλος γραφείου, λαμβάνοντας ως μισθό το ποσό των 823,66 ευρώ μηνιαίως.

Στην πλήρη κυριότητα των αιτούντων κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ αυτών, ανήκει ένα διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου, επιφάνειας 84,88 τ. μ., πλέον βοηθητικών χώρων 17,19 τ.μ., έτους κατασκευής 2003, στη Νίκαια Πειραιώς. Το ως άνω διαμέρισμα συνιστά την κύρια κατοικία των αιτούντων και των τέκνων τους, γι’ αυτό και υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσής του από τη ρευστοποίηση. Η αντικειμενική αξία του ως άνω διαμερίσματος κατά το ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου που ανήκει σε έκαστο των αιτούντων, ανέρχεται στο ποσό των 34.193,50 ευρώ, ύψος στο οποίο εκτιμάται ότι ανέρχεται και η εμπορική αξία εκάστου δικαιώματος των αιτούντων. Περαιτέρω 1. στην ιδιοκτησία του αιτούντος ανήκουν: α. κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 15% εξ αδιαιρέτου μία ισόγεια οικία, επιφάνειας 100 τ.μ., έτους κατασκευής 1985, η οποία βρίσκεται εντός του του Νομού Ηλείας, η δε αντικειμενική της αξία, κατά το ποσοστό εξ αδιαιρέτου που ανήκει στον αιτούντα ανέρχεται στο ποσό των 3.307,56 ευρώ, β. κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 15% εξ αδιαιρέτου μία ισόγεια αποθήκη, επιφάνειας 23,18 τ. μ. , έτους κατασκευής 1983, η οποία βρίσκεται εντός του Νομού Ηλείας, η δε αντικειμενική της αξία, κατά το ποσοστό εξ αδιαιρέτου που ανήκει στον αιτούντα ανέρχεται στο ποσό των 496,31 ευρώ και γ. κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 15% εξ αδιαιρέτου ένα ελαιοπερίβολο, επιφάνειας 1 .000 τ.μ., που βρίσκεται στο Νομό Ηλείας. Η εμπορική αξία των ανωτέρω ακινήτων, τα οποία ανήκουν, όπως προαναφέρθηκε, στον αιτούντα κατά ποσοστό συγκυριότητας, είναι χαμηλή, δεδομένης μάλιστα και της πτωτικής πορείας των τιμών των ακινήτων και της έλλειψης αγοραστικού ενδιαφέροντος για ακίνητα την τρέχουσα χρονική περίοδο, κρίνεται ότι δεν θα αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση της πιστώτριας του αιτούντα, μετά την αφαίρεση και των εξόδων της σχετικής διαδικασίας, έτσι ώστε δεν πρέπει να διαταχθεί η εκποίηση τους κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3869/2010.  Στην ιδιοκτησία του αιτούντα ανήκουν, τέλος, α. πετρελαιοκίνητο αυτοκίνητο (ταξί), και β. ΙΧΕ αυτοκίνητο, των οποίων δεν κρίνεται σκόπιμη η εκποίηση καθόσον, λόγω της παλαιότητάς τους δεν παρουσιάζουν αγοραστικό ενδιαφέρον, ενώ το πρώτο εκ των ανωτέρω οχημάτων (ταξί) χρησιμοποιεί ο αιτών για την εργασία του. 2. Στην ιδιοκτησία της αιτούσας ανήκει κατά ψιλή κυριότητα, κατά ποσοστό 33,30% εξ αδιαιρέτου μία μονοκατοικία, επιφάνειας 80 τ.μ., έτους κατασκευής 1965, η οποία είναι κτισμένη στο Νομό Καρδίτσας και η αντικειμενική της αξία, κατά το ποσοστό συγκυριότητας που ανήκει στην αιτούσα, ανέρχεται στο ποσό των 3.371,24 ευρώ. Η εμπορική αξία του ανωτέρω ακινήτου, είναι χαμηλή, και κρίνεται ότι δεν αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση της πιστώτριας της αιτούσας, μετά την αφαίρεση και των εξόδων της σχετικής διαδικασίας, έτσι ώστε δεν πρέπει να διαταχθεί η εκποίηση κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3869/2010. Πέραν των ανωτέρω δεν προέκυψε ότι οι αιτούντες είναι εμπράγματοι δικαιούχοι άλλου ακινήτου ή αξιόλογου κινητού περιουσιακού στοιχείου.

Έκαστος των αιτούντων έχει συνολική οφειλή ποσού 119.369,97 ευρώ προς την μοναδική τους πιστώτρια, για την οποία ευθύνονται ως συνοφειλέτες εις ολόκληρο και ειδικότερα, α. από σύμβαση στεγαστικού δανείου με επιδότηση του Ελληνικού δημοσίου, και β. από σύμβαση στεγαστικού δανείου (βλ. προσκομιζόμενες με ημερομηνία 5.10.2018 βεβαιώσεις οφειλών της καθ’ ης — πιστώτρια). Οι ως άνω απαιτήσεις είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες, με εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης στο ανωτέρω ακίνητο που συνιστά την κύρια κατοικία των αιτούντων.

Οι αιτούντες αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις ως άνω δανειακές υποχρεώσεις τους καθόσον λόγω της μείωσης του, το εισόδημα τους δεν επαρκεί για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών των ιδίων και των τέκνων τους και την εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων. Η αρνητική σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών τους κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο εγγύς μέλλον λόγω της οικονομικής κρίσης της χώρας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν στην πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους. Έτσι, συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση μόνιμη και πραγματική αδυναμία των αιτούντων πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους προς την πιστώτρια τους. Η περί δόλιας αδυναμίας πληρωμών ένσταση της καθ’ ης, λόγω υπερχρέωσης των αιτούντων στερείται βασιμότητας καθόσον, όπως προέκυψε, κατά τον χρόνο κατάρτισης των δανειακών συμβάσεων το έτος 2004, προκειμένου να προβούν οι αιτούντες στην αγορά του ακινήτου που συνιστά την κύρια κατοικία τους το ετήσιο οικογενειακό τους εισόδημα ανέρχονταν στο ποσό των 30.000,00 έως 35.000,00 ευρώ περίπου, ποσό το οποίο τους επέτρεπε να εξυπηρετήσουν τις βιοτικές τους ανάγκες και να είναι συνεπείς μέχρι το έτος 2012 στις δανειακές τους υποχρεώσεις, ενώ η μείωση του οικογενειακού τους εισοδήματος, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης της χώρας, την οποία δεν ηδύναντο να προβλέψουν, αποτέλεσε την αιτία της αδυναμίας τους να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Σημειώνεται ότι κατά τον παραπάνω χρόνο κατάρτισης των δανειακών συμβάσεων από τον αιτούντα (έτος 2004), ίσχυε για τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης αυτοκινήτων δημοσίας χρήσης (ΤΑΧΙ) η δυνατότητα επιλογής φορολόγησης με τεκμαρτά ποσά εισοδήματος, έτσι ώστε σύμφωνα και με όσα κατέθεσε ο αιτών σχετικά με το πραγματικό του εισόδημα κατά τον ανωτέρω χρόνο (2.000,00 έως 2.500,00 ευρώ περίπου μηνιαίως), αυτό διέφερε από αυτό που αναγράφονταν στη φορολογική του δήλωση, στην οποία δηλώνονταν τεκμαρτό εισόδημα. Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό της καθ’ ης περί ανειλικρινούς δήλωσης από τον αιτούντα των εισοδημάτων του είναι αυτός απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος καθόσον δεν αναφέρει η καθ’ ης ποια εισοδήματα απέκρυψε ο αιτών.

Κατά συνέπεια το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν.  3869/2010 πρέπει να ρυθμίσει τις οφειλές των αιτούντων και να ορίσει μηδενικές καταβολές από έκαστο των αιτούντων προς την καθ’ ης — πιστώτρια τους για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών (άρθρο 8 ν. 3869/2010, όπως ισχύσει μετά τον νόμο 4336/2015), καθόσον συντρέχει στο πρόσωπό τους εξαιρετική περίσταση και συγκεκριμένα, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών εκάστου εξ αυτών και των ανηλίκων τέκνων τους, συνεκτιμωμένου δε ότι θα υποχρεωθούν με διάταξη της παρούσας σύμφωνα με τα κατωτέρω αναφερόμενα, σε καταβολές προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία τους, κατά το ποσοστό εξ αδιαιρέτου που ανήκει σε έκαστο εξ αυτών. Κρίνεται δε ότι δεν συντρέχει λόγος να οριστεί νέα δικάσιμος προκειμένου να ελεγχθεί η τυχόν μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης και του οικογενειακού τους εισοδήματος για να προσδιοριστούν ενδεχομένως μηνιαίες καταβολές, αφού κρίνεται ότι δεν είναι δυνατή, εντός της επόμενης τριετίας, η αύξηση του εισοδήματος τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επαρκεί αυτό τόσο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους όσο και για την καταβολή δόσεων στα πλαίσια της παρούσας ρύθμισης προς την πιστώτρια τους.

Για τη διάσωση της κύριας κατοικίας των αιτούντων, θα πρέπει να ορισθούν για τους αιτούντες καταβολές μέχρι τη συμπλήρωση ποσού, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από αυτό που θα ελάμβανε η πιστώτρια τους σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Όπως δε προαναφέρθηκε, η εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου του κάθε αιτούντος επί του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία τους εκτιμάται στο ποσό των 34.193,50 ευρώ. Το ποσό του πλειστηριάσματος, σε περίπτωση που εκπλειστηριαζόταν η κύρια κατοικία τους, αφαιρουμένου του ποσοστού απομείωσης αυτής λόγω της αναγκαστικής εκποίησης της σε πλειστηριασμό και των εξόδων που συνδέονται με αυτόν, εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 23.000,00 ευρώ για κάθε αιτούντα, ποσό το οποίο θα πρέπει έκαστος από τους αιτούντες να καταβάλλει. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει, σύμφωνα με το Νόμο, εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο χρόνος δε τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ανωτέρω ποσού πρέπει να οριστεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 παρ. 2 ν. 3869/2010, όπως αυτό ισχύει, λαμβανομένων υπόψη του συνολικού ύψους της οφειλής και της οικονομικής δυνατότητας των αιτούντων, σε 240 μηνιαίες δόσεις. Το ποσό που θα καταβάλλει έκαστος των αιτούντων μηνιαίως στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής θα ανέρχεται στο ύψος των 95,83 ευρώ, οι δε μηνιαίες δόσεις θα αρχίσουν να καταβάλλονται από τον επόμενο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να ρυθμιστούν οι οφειλές των αιτούντων, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ