ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 157/2021 – ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ
Ο αιτών με την με ημερομηνία 22.05.2017 και με αριθμό κατάθεσης 258/2017 αίτησή του, που απηύθυνε προς το Δικαστήριο τούτο και για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αιτήματά του. Επί της αιτήσεως αυτής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 570/2020 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία ανεβλήθη η έκδοση οριστικής απόφασης και διετάχθη η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστούν τα αναφερόμενα σε αυτήν κρίσιμα έγγραφα. Με την με ημερομηνία 10.12.2020 και με αριθμό κατάθεσης 343/2020 κλήση του, ο αιτών επανέφερε προς συζήτηση την πιο πάνω αίτησή του.
Από την εκτίμηση των χωρίς όρκο καταθέσεων του αιτούντος, από τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα επαναφέρονται, αυτά που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως το πρώτον στη μετ’ επανάληψη συζήτηση, καθώς και αυτά που απλώς προσκομίζονται χωρίς να γίνεται επίκλησή τους (άρθ. 744 και 759 παρ.3 ΚΠολΔ), τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθ. 261 ΚΠολΔ) και τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
Ο αιτών έχει γεννηθεί το έτος 1957 και βρίσκεται σε δεύτερο γάμο, με την οποία έχουν αποκτήσει ένα τέκνο, ήδη ενήλικο, ενώ έχει και άλλα δύο τέκνα ενήλικα από τον προηγούμενο γάμο του. Ο ίδιος είναι πλέον σήμερα συνταξιούχος και λαμβάνει καθαρές μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές ύψους 614,77 ευρώ, ενώ η σύζυγός του δεν εργάζεται λόγω προβλημάτων υγείας, ούτε διαθέτει κάποιο εισόδημα. Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη προσκομιζόμενη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, του έτους 2019, και το αντίστοιχο εκκαθαριστικό σημείωμα, το δηλωθέν εισόδημα του ίδιου ήταν 4.221,97 ευρώ από συντάξεις και 840,00 ευρώ από αυτοτελώς φορολογούμενο ποσό, της δε συζύγου του ήταν μηδενικό. Η θυγατέρα που έχουν αποκτήσει με τη δεύτερη σύζυγό του είναι φοιτήτρια, διαμένει μαζί με τους γονείς της και λαμβάνει προνοιακό επίδομα τυφλότητας ύψους 697,00 ευρώ το μήνα.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο αιτών σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης είχε λάβει δανειακά προϊόντα. Το σύνολο των οφειλών του αιτούντος προς την «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ Α.Ε.» ανέρχεται σε 20.549,04 ευρώ.
Από την «CREDICOM COMSUMER FINANCE ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» είχε λάβει καταναλωτικό δάνειο, από το οποίο απορρέει οφειλή ύψους, σύμφωνα με την από 07.06.2017 βεβαίωση οφειλών, 13.621,82 ευρώ. Η πιστώτρια αυτή, μετονομασθείσα σε «PRAXIA ΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και στη συνέχεια σε «PRAXIA ΒΑΝΚ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ισχυρίστηκε ότι η απαίτησή της κατά του αιτούντος προέρχεται από την ανωτέρω σύμβαση καταναλωτικού δανείου που χορηγήθηκε σε αυτόν για την αγορά ΙΧΕ αυτοκινήτου, μάρκας OPEL, τύπου ASTRA με τον όρο παρακράτησης της κυριότητάς του μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος και ότι συνεπεία του εν λόγω όρου, το ανωτέρω όχημα δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του αιτούντος και ως εκ τούτου θα πρέπει να εξαιρεθεί από τη διαδικασία του ν. 3869/2010.
Στο πλαίσιο της τριμερούς συμφωνίας χρηματοδοτούμενης πώλησης μεταξύ πωλητή, αγοραστή και τράπεζας, επί υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την καταβολή των δόσεων του δανείου ο πιστωτής-εκδοχέας μπορεί για την ικανοποίηση των αξιώσεών του από καθυστερούμενες δόσεις του δανείου, που έχουν παράλληλα και χαρακτήρα καθυστερούμενων δόσεων του τιμήματος, να επιλέξει, είτε την άσκηση του εκχωρηθέντος από τον πωλητή δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση πώλησης, είτε την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της πιστωτικής σύμβασης. Στην πρώτη περίπτωση η σύμβαση της πώλησης ανατρέπεται αναδρομικά και μαζί με αυτήν η οικονομικά συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης και μετατρέπονται σε σχέσεις εκκαθάρισης, οπότε ο πιστωτής μπορεί να αξιώσει την απόδοση της νομής του πράγματος. Στη δεύτερη περίπτωση, αυτή δηλαδή της καταγγελίας της σύμβασης, ο πιστωτής επιλέγει να διεκδικήσει την οφειλή από την πιστωτική σύμβαση, οπότε ο οφειλέτης μπορεί να εντάξει σε ρύθμιση το χρέος του αυτό, διατηρώντας την κατοχή του πράγματος.
Εν προκειμένω, ο αιτών συνήψε με την «CREDICOM COMSUMER FINANCE ΤΡΑΠΕΖΑ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» σύμβαση, με την οποία χρηματοδοτήθηκε ο ίδιος με το ποσό των 15.000,00 ευρώ για την αγορά ενός αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής OPEL, τύπου ASTRA, παρέχοντας ταυτόχρονα στην ως άνω πιστώτρια ανέκκλητη εντολή κι εξουσιοδότηση, όπως με χρέωση στο λογαριασμό του καταβάλλει στην πωλήτρια του αυτοκινήτου εταιρεία το σύνολο του χορηγούμενου ποσού της χρηματοδότησης για την εξόφληση του τιμήματος της αγοράς του αυτοκινήτου. Η εξόφληση του ως άνω τιμήματος συμφωνήθηκε να γίνει κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας με μηνιαίες δόσεις εκάστης ποσού 257,63 ευρώ. Προς εξασφάλιση της τελευταίας ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αιτούντος και έως την πλήρη κι ολοσχερή εξόφληση του πιστούμενου τιμήματος, η πωλήτρια της εκχώρησε λόγω ενεχύρου τις από την πώληση και παρακράτηση της κυριότητας αξιώσεις της κατά του αιτούντος αγοραστή για υπαναχώρηση από τη σύμβαση και απόδοση της νομής του αυτοκινήτου, καθώς και τις σχετικές αγωγές. Ακόμη συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης οποιασδήποτε οφειλής ο αιτών θα περιερχόταν χωρίς όχληση σε υπερημερία και η τράπεζα θα είχε το δικαίωμα να καταγγείλει το δάνειο.
Με την υπ’ αριθμ. 31728/2013 διαταγή πληρωμής του κ. Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 11.07.2013, ο αιτών διατάχθηκε να καταβάλει στην ανωτέρω πιστώτρια το ποσό των 12.915,77 ευρώ πλέον των λοιπών εξόδων της τράπεζας από τις 29.09.2012 και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως καθώς και 295,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη, λόγω καταγγελίας του τηρούμενου για την εξυπηρέτηση της ως άνω σύμβασης λογαριασμού στις 28.09.2012, νόμιμο δε αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω εκδοθείσας διαταγής πληρωμής με την παρά πόδας αυτής συνταχθείσα επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στον αιτούντα στις 09.09.2013. Επίσης, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι σύμφωνα με την προσκομισθείσα μετ’ επικλήσεως από τον αιτούντα από 27.09.2012 και με αριθμ. κατάθεσης 14969/28.09.2012 κλήση της «CREDICOM COMSUMER FINANCE ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της αιτήσεώς της περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής κατά του εδώ αιτούντος, πλην όμως ότι δεν προκύπτει εάν έλαβε χώρα τελικώς συζήτηση της υπόθεσης και ποιό το αποτέλεσμά της, καθώς και ότι δεν προσκομίζεται το δικόγραφο της εν θέματι αιτήσεως από την ανωτέρω πιστώτρια. Με τα δεδομένα αυτά διετάχθη η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστούν τα απαιτούμενα έγγραφα προς απόδειξη του εάν η εν λόγω πιστώτρια άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης ή εάν μεταγενέστερα της ασκήσεως της ως άνω αιτήσεως, επέλεξε το δικαίωμα να απαιτήσει το υπόλοιπο του οφειλόμενου τιμήματος διά της εκδόσεως διαταγής πληρωμής. Τέτοια έγγραφα δεν προσκομίστηκαν, ώστε δεν απεδείχθη ότι τούτη έχει ασκήσει το παραπάνω δικαίωμα της υπαναχώρησης από τη σύμβαση της χρηματοδοτούμενης πώλησης, η οποία παραμένει σε ισχύ και συνεπώς νόμιμα o αιτών ζητεί την υπαγωγή του χρέους του από τη δανειακή σύμβαση σε ρύθμιση, μόνη δε η μορφή της συμβατικής σχέσης, από την οποία απορρέει το χρέος ως χρηματοδοτούμενης από πιστωτικό ίδρυμα πώλησης με παρακράτηση της κυριότητας δεν το καθιστά εξαιρέσιμο.
Το εισόδημα του αιτούντος συγκρινόμενο με τις ατομικές και οικογενειακές δαπάνες διαβίωσής του και τις ανωτέρω ληξιπρόθεσμες οφειλές του, δεν του επιτρέπουν να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση των τελευταίων. Η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητάς του και των οφειλών του κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον, καθώς δεν αναμένεται αύξηση των εισοδημάτων του, τέτοια που θα του επιτρέπει την εξυπηρέτηση των δανειακών του υποχρεώσεων, οι οποίες διαρκώς αυξάνονται εξαιτίας της επιβάρυνσης των δανείων με τόκους υπερημερίας, με την ταυτόχρονη κάλυψη των οικογενειακών βιοτικών αναγκών του. Συντρέχει συνεπώς στο πρόσωπό του μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων ενδίκων χρηματικών οφειλών του, ως προϋπόθεση για την υπαγωγή του στο ν. 3869/2010.
Η κυρίως παρεμβαίνουσα υποβάλλει την ένσταση δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, την οποία στηρίζει στο ότι ο τελευταίος έλαβε επτά πιστωτικά προϊόντα, στο σύνολό τους καταναλωτικά, ότι το δανεισμό του, ο οποίος ανήλθε σε 34.357,04 ευρώ, δεν μπορούσε ήδη από την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων να εξυπηρετήσει, ότι έλαβε αυτά τα δάνεια προκειμένου να εξασφαλίσει επίπεδο διαβίωσης ανώτερο από αυτό που του επέτρεπε το εισόδημά του, υπερβαίνοντας το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή και ότι όφειλε να γνωρίζει σε κάθε περίπτωση ότι με τον συνεχή τραπεζικό δανεισμό προέβαινε σε μία ριψοκίνδυνη ενέργεια καθότι ήταν αμφίβολη η οικονομική δυνατότητα της οικογένειας να ανταπεξέλθει στις αναληφθείσες δανειακές υποχρεώσεις του. Η ανωτέρω ένσταση όπως υποβάλλεται τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη. Ειδικότερα, δεν γίνεται αναφορά στα τραπεζικά προϊόντα που ο αιτών συμφώνησε, στο αρχικό και τελικό ύψος αυτών, στο χρόνο που τα συμφώνησε, στο ύψος των εισοδημάτων του κατά το χρόνο ανάληψης των δανειακών του υποχρεώσεων, αλλά ούτε και στο ύψος των απαιτούμενων δόσεων για την εξυπηρέτηση των ληφθέντων δανειακών προϊόντων, ώστε από τη σύγκριση των δύο τελευταίων μεγεθών, να θεμελιώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων με βάση τις υφιστάμενες τότε αλλά και δυνάμενες να προβλεφθούν μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα και ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς, κατά το παρελθόν και δη κατά το χρόνο λήψης των δανείων, ο αιτών, ο οποίος ήταν λογιστής σε εταιρείες, ελάμβανε ικανοποιητικές αποδοχές, είχε δε και άδηλα εισοδήματα και ειδικότερα είχε ατομικό εισόδημα ύψους 2.000,00 ευρώ περίπου το μήνα, ενώ μέχρι το έτος 2011 εργαζόταν και η σύζυγός του άτυπα, ως υπάλληλος στην επιχείρηση (κρεοπωλείο) ιδιοκτησίας του αδελφού του, λαμβάνοντας αποδοχές ύψους 1.000,00 ευρώ περίπου το μήνα. Με το παραπάνω εισόδημα ο αιτών μπορούσε να εξυπηρετεί την απαιτούμενη για το σύνολο των ενδίκων δανειακών προϊόντων, μηνιαία δόση ύψους 730,00 ευρώ περίπου, με βάση το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης, ενώ η λήψη των εν λόγω δανειακών προϊόντων δεν απεδείχθη ότι αποσκοπούσε στο να διάγει πολυτελή βίο, αντίθετα αποσκοπούσε στην κάλυψη ιατρικών δαπανών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας τόσο της θυγατέρας του όσο και της συζύγου του. Πλην όμως το εισόδημα του αιτούντος από το έτος 2012 περιορίστηκε λόγω της μείωσης του μισθού του στην εταιρεία που εργαζόταν τότε, ενώ το έτος 2015 πια, απώλεσε την εργασία του και περιήλθε σε κατάσταση ανεργίας, έλαβε δε αποζημίωση τμηματικά και σε βάθος τριετίας, ύψους 9.000,00 ευρώ περίπου, ποσό με το οποίο προσπαθούσε να συντηρηθεί μέχρι να εκδοθεί η απόφαση συνταξιοδότησής του. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν βαρύνει τον αιτούντα δόλος για την περιέλευσή του σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων ενδίκων χρηματικών οφειλών του.
Επίσης, η κυρίως παρεμβαίνουσα υποβάλλει την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, την οποία στηρίζει στο ότι ο αιτών ζητεί με την πρότασή του στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών την απαλλαγή του από το μεγαλύτερο μέρος των δανειακών του υποχρεώσεων, αφού πρώτα καρπώθηκε ξένο κεφάλαιο και περαιτέρω στο ότι δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία την οποία προτίθεται να προστατεύσει, καταστρατηγώντας το νόμο, πρωταρχικός στόχος του οποίου υπήρξε η προστασία της πρώτης κατοικίας των δανειοληπτών οι οποίοι θα προσέφευγαν σε αυτόν. Η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Τούτο διότι ο νόμος 3869/2010 παρέχει το δικαίωμα στον οφειλέτη, ο οποίος ενδιαφέρεται να επανέλθει στην ομαλή κοινωνική και οικονομική ζωή, να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του και να προστατεύσει τα συμφέροντά του, η επιλογή του λοιπόν να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του νόμου, είτε διαθέτει ακίνητη περιουσία, είτε όχι, συνιστά νόμιμο δικαίωμά του, απόκειται δε στο δικαστήριο να κρίνει με βάση τις αποδείξεις αν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να εντάξει τα χρέη του σε ρύθμιση, καθώς και το είδος της ρύθμισης στην οποία θα ενταχθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε, κατά τα προλεχθέντα, ότι οι οφειλές του αιτούντος προς τις ανωτέρω πιστώτριές του έχουν διαμορφωθεί πλέον σε δυσανάλογο προς τα εισοδήματά του επίπεδο με συνέπεια την υπερχρέωσή του, η οποία καθιστά αναγκαία τη μείωσή της ώστε να εξασφαλιστεί σε αυτόν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης και να μπορέσει να επανενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, που αποτελεί σκοπό του νόμου. Εναπόκειται δε στους πιστωτές να αποδεχθούν ή να απορρίψουν το σχέδιο, οπότε ακολουθεί η ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, το οποίο ερευνά αυτεπάγγελτα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη καθώς και τη δυνατότητα εξόφλησης των χρεών του με βάση και τις προσωπικές και οικογενειακές του ανάγκες και καθορίζει το καταβλητέο μηνιαίως ποσό, χωρίς να δεσμεύεται από την πρόταση του τελευταίου. Ενόψει των προλεχθέντων, η πρόταση του αιτούντος στο σχέδιο διευθέτησης, ακόμη κι αν συνεπάγεται διαγραφή μεγάλου μέρους των χρεών του, δε συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησής του για το λόγο αυτό.
Η ρύθμιση των χρεών του αιτούντος θα γίνει με μηνιαίες καταβολές στις ανωτέρω πιστώτριές του από τα εισοδήματά του για το οριζόμενο στο νόμο χρονικό διάστημα των τριών ετών. Με βάση τα ανωτέρω, η μηνιαία ικανότητα αποπληρωμής του αιτούντος ανέρχεται σε 100,00 ευρώ, ποσό στο οποίο πρέπει να οριστεί η μηνιαία δόση.
Με την υπαγωγή του αιτούντος στην ανωτέρω ρύθμιση του άρθ. 8 παρ.2 ν. 3869/2010 δεν θα αποπληρωθεί το σύνολο των οφειλών του, πλην όμως ούτος, δεν θα υπαχθεί σε άλλη ρύθμιση και δη σε αυτές του άρθρου 9 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου, καθόσον δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία (βλ. εκτυπώσεις από το ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα περιουσιολογίου, σύμφωνα με τις οποίες δεν έχει διαμορφωθεί περιουσιακή εικόνα για τα έτη 2016 έως και 2022), το δε ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο αγόρασε με χρηματοδότηση της «CREDICOM COMSUMER FINANCE ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και με τον όρο παρακράτησης κυριότητας (βλ. και άδεια κυκλοφορίας οχήματος, στην οποία αναφέρεται ότι υφίσταται παρακράτηση κυριότητας), δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του αιτούντος, αφού έχει μόνο την κατοχή του, τη δε κυριότητά του θα αποκτήσει αυτοδικαίως με την πλήρωση της αίρεσης της αποπληρωμής του τιμήματος, όπως αυτό προσδιορίζεται στο πλαίσιο της ρύθμισης και συνεπώς δεν τίθεται θέμα ρευστοποίησής του προς ικανοποίηση των πιστωτριών του.