ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ-ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΕ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΟΦΕΙΛΗΣ ΥΨΟΥΣ 120.000 ΕΥΡΩ
Νομική Προστασία κατά τραπεζών

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ – ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΕ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΟΦΕΙΛΗΣ ΥΨΟΥΣ 120.000 ΕΥΡΩ

ΑΡΙΘΜΟΣ 1470/2021
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Εκουσία Δικαιοδοσία)
(Ρύθμιση Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων)

Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης της αιτούσας, και των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, χρήσιμα και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες που συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών των μερών, και από όσα είναι τοις πάσι γνωστά, αποδείχθηκαν τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα, ηλικίας σήμερα εξήντα  ετών είναι έγγαμη. Με τον σύζυγό της, που είναι ηλικίας εβδομήντα ενός ετών, έχουν αποκτήσει από το νόμιμο γάμο τους, τελεσθέντα το έτος 1990, δύο ενήλικα τέκνα, ηλικίας σήμερα τριάντα ενός (31) ετών και είκοσι τριών (23) ετών, τα οποία διαμένουν μαζί τους στην κύρια κατοικία της αιτούσας στο Αιγάλεω και προς το παρόν αδυνατούν να συνεισφέρουν στα οικογενειακά βάρη, δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος υιός εργάζεται με συμβάσεις μερικής απασχόλησης αποκερδαίνοντας μηνιαίο εισόδημα που εξασφαλίζει μόνο μερική κάλυψη των δαπανών του και ο μικρότερος πραγματοποιούσε από το Σεπτέμβριο του έτους 2020 μέχρι το χρόνο συζήτησης της αίτησης τη στρατιωτική του θητεία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα εργάζεται ως δημόσια υπάλληλος (αποκεντρωμένη διοίκηση Αττικής) λαμβάνοντας καθαρές μηνιαίες αποδοχές κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης ύψους 990,17 ευρώ, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 2/2020 βεβαίωση αποδοχών, ενώ ήδη λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.035 ευρώ, σύμφωνα με την απόδειξη μισθοδοσίας Μαρτίου 2021. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από το μηνιαίο μισθό της αιτούσας γίνονταν παρακράτηση ποσού 297,93 ευρώ για την απευθείας πληρωμή μηνιαίας δόσης δανείου που είχε λάβει, μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 2019. Ακόμα, αποδείχθηκε ότι ο σύζυγος της αιτούσας αντιμετωπίζει από το έτος 2013 σοβαρά προβλήματα υγείας και συγκεκριμένα το έτος 2013 υπέστη εγκεφαλικό, ενώ ήδη από το έτος 2008 είχε διαγνωσθεί με ισχαιμία και από το έτος 2007 με καρκίνο λάρυγγος και έτσι είχε αναγκασθεί αρχικά από το έτος 2013 να εργάζεται περιστασιακά στην προηγούμενη εργασία του, που ήταν συνεργείο καθαρισμού, λαμβάνοντας το ποσό των 500 με 600 ευρώ μηνιαίως και τελικά από το έτος 2017 να σταματήσει εντελώς της εργασία, ενώ είναι εγγεγραμμένος από 23.01.2018 στο μητρώο επιδοτούμενων ανέργων του ΟΑΕΔ.

Η αιτούσα είναι πλήρης κυρία κατά 100%, νομέας και κάτοχος ενός διαμερίσματος του δευτέρου υπέρ του ισογείου ορόφου, επιφανείας 109,00 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 3400/1000, ευρισκομένου σε πολυκατοικία στο Αιγάλεω. Η ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία έτους κατασκευής 1985, είναι αντικειμενικής αξίας 75.708,68 ευρώ και εμπορικής αξίας 70.000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα δεν διαθέτει άλλη ακίνητη περιουσία (βλ ΕΝ.Φ.Ι.Α. έτους 2018), ενώ τα ακίνητα στην Ερμούπολη Κυκλάδων που αναφέρθηκαν κατά τη συζήτηση, αποδείχθηκε ότι ανήκουν στο σύζυγο της αιτούσας κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου.

Στο παρελθόν, προ των μνημονιακών περικοπών που έλαβαν χώρα στο μισθό της η αιτούσα ήταν σε θέση να αποπληρώνει τις μηνιαίες δόσεις των δανείων της. Εν συνεχεία όμως, μετά την έλευση της οικονομικής κρίσης, τη μείωση του μισθού της σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας και των εξόδων διαβίωσης περιήλθε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων της. Σύμφωνα με τα προλεχθέντα, οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης της αιτούσας περιλαμβάνουν αυτές που απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης της ιδίας και της οικογενείας της, δεδομένου ότι ο σύζυγός της δεν έχει λάβει σύνταξη ακόμα. Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο εκτιμά ότι το ποσό το οποίο είναι αναγκαίο στην αιτούσα για την κάλυψη των ανωτέρω δαπανών ανέρχεται σε περίπου 800,00 ευρώ μηνιαίως.

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της κρινομένης αίτησης, αρχικά κατά τα έτη 2001 και 2004, η αιτούσα είχε αναλάβει δύο στεγαστικά δάνεια και αργότερα από το έτος 2007 η αιτούσα έλαβε δάνεια για καταναλωτικά προϊόντα και πιστωτικές κάρτες, εξαιτίας των προβλημάτων υγείας του συζύγου της. Συνολικά η αιτούσα οφείλει για όλες τις παραπάνω δανειακές συμβάσεις το ποσό των 180.310,12 ευρώ.

Δεδομένου ότι οι μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης της αιτούσας, κατά τα ανωτέρω, ανέρχονται σε 800 ευρώ περίπου, αποδεικνύεται ότι η αιτούσα έχει περιέλθει άνευ δόλου σε μόνιμη και γενική αδυναμία να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες οφειλές της έναντι των καθ’ ων πιστωτριών. Η μόνιμη αδυναμία της και οι συνθήκες που μεταβλήθηκαν και οδήγησαν την αιτούσα σε αυτήν, ως τα γεγονότα αυτά περιγράφονται αναλυτικά ανωτέρω, αποδείχτηκαν πλήρως από την υπό κρίση αίτηση και τα συνοδεύοντα αυτήν έγγραφα. Η αδυναμία της εξάλλου κρίνεται μόνιμη, δεδομένου ότι τα οικονομικά της δεδομένα δεν αναμένεται να βελτιωθούν ουσιωδώς στο εγγύς μέλλον εξαιτίας της ηλικίας της και της γενικότερης οικονομικής ύφεσης. Πέραν των ανωτέρω, η αιτούσα δεν διαθέτει άλλη ακίνητη ή αξιόλογη κινητή περιουσία, εκτός από την πρώτη και κύρια κατοικία της.

Με βάση τα προλεχθέντα και δεδομένου ότι το προταθέν σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της αιτούσας δεν έγινε δεκτό από τους καθ’ ων πιστωτές, πληρούνται στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 Ν. 3869/2010 (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 Ν. 4161/2013 και αντικαταστάθηκε με την παρ. 17 του άρθρου 1 της Υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του Ν 4336/2015) με μηνιαίες καταβολές που θα ξεκινήσουν τον αμέσως επόμενο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα έχουν διάρκεια τριών ετών (36 μηνιαίες δόσεις).

Το προς διάθεση για την εξυπηρέτηση της οφειλής της αιτούσας προς τους καθ’ ων πιστωτές ποσό, κρίνεται ότι πρέπει να οριστεί στο ποσό των διακοσίων [200] ευρώ μηνιαίως συμμέτρως διανεμόμενο στις απαιτήσεις των πιστωτών. Συνεπώς, η αιτούσα στα πλαίσια της παρούσας ρύθμισης θα πρέπει να καταβάλλει στους καθ’ ων πιστωτές το ποσό των 200,00 ευρώ μηνιαίως, συμμέτρως διανεμόμενο μεταξύ των απαιτήσεών τους. Επειδή όμως αιτούσα από την 01.05.2019 και μετά, συμμορφούμενη στην από 28.03.2019 εκδοθείσα προσωρινή διαταγή Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου [η οποία όρισε μηνιαίες καταβολές ύψους 200,00 ευρώ, συμμέτρως διανεμόμενο μεταξύ των απαιτήσεων των καθ’ ων πιστωτών, αρχής γενομένης από την 01.05.2019 και έως την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την άρση της μηνιαίας παρακράτησης από το μισθό της αιτούσας εκ μέρους του πρώτου καθ’ ου], προέβη σε καταβολές στους μετέχοντες στη δίκη πιστωτές της, για είκοσι έξι μήνες (ήτοι από Μάϊο του έτους 2019 μέχρι και Ιούνιο του έτους 2021) συνολικού ύψους 5.200 ευρώ, οι οποίες πρέπει να συνυπολογιστούν στις καταβολές που ορίζονται με την παρούσα απόφαση (άρθρο 5 παρ. 3 εδ. β’ του Ν. 3869/2010, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το Ν. 4549/2018, η οποία, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 68 του αυτού νόμου, εφαρμόζεται και στις δίκες, που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του).

Το δικαστήριο τελικά θα υποχρεώσει την αιτούσα να καταβάλει στους μετέχοντες στη δίκη πιστωτές, το ποσό των πενήντα πέντε ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (55,56 €] (2.000 ευρώ/36 μήνες = 55,56 ευρώ] μηνιαίως, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών. Συνεπώς, στο πλαίσιο της παρούσας ρύθμισης, η αιτούσα θα καταβάλει στους καθ’ ων πιστωτές, συμμέτρως διανεμόμενο μεταξύ των απαιτήσεών τους, το συνολικό ποσό των 2.000 ευρώ (55,56 χ 36 μήνες) ευρώ. Περαιτέρω, η παραπάνω ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2, θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε], εφόσον με τις καταβολές που ορίστηκαν δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 2 δεν προβλέπεται να επέλθει εξόφληση των οφειλών της αιτούσας και υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης από την εκποίηση της πρώτης και κύριας κατοικίας ανήκουσας στην αιτούσα κατά πλήρη κυριότητα, μετά το οποίο, η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, αφού πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις.

Στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας, για το οποίο αυτή θα πρέπει να καταβάλει ποσό ίσο με αυτό που θα λάμβαναν οι πιστωτές της σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης επ’ αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 993 παρ. 2, εδαφ. γ’ και 954 παρ. 2, περιπτ. γ’ ΚΠολΔ, αφαιρουμένων των εξόδων υποτιθέμενου πλειστηριασμού. Το ποσό αυτό κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, εκτιμάται σε 45.000 ευρώ. Ο χρόνος αποπληρωμής του παραπάνω ποσού θα πρέπει να οριστεί, λαμβανομένων υπόψη του ύψους των χρεών της αιτούσας, της ηλικίας της καθώς και της οικονομικής της δυνατότητας, σε δέκα πέντε (15) έτη και ειδικότερα σε 180 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα και με τη μέγιστη εκτιμώμενη ικανότητά της αποπληρωμής. Επομένως, το ποσό εκάστης μηνιαίας δόσης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, θα ανέρχεται σε διακόσια πενήντα ευρώ [250] (45.000/180 μήνες = 250,00 ευρώ]. Η καταβολή των ανωτέρω δόσεων, με τις οποίες οι απαιτήσεις των καθ’ ων πιστωτών θα ικανοποιηθούν κατά αναλογική εφαρμογή των άρθρων 974 επ. ΚΠολΔ, θα ξεκινήσει τον αμέσως επόμενο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα πραγματοποιείται εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, θα γίνει εντόκως χωρίς ανατοκισμό και με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Συνέπεια των παραπάνω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμισθούν τα χρέη της της αιτούσας με σκοπό την απαλλαγή της, με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας της από την εκποίηση, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ