ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΧΡΕΟΥΣ 52.328,84 ΕΥΡΩ - ΔΙΑΣΩΣΗ Α' ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Ποινικό Δίκαιο

ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΠΕΡΙ ΜΗ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ ΚΑΤ’ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΕΠΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΠΕΡΙ ΜΗ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ ΚΑΤ’ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΕΠΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩ-ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΥΝΟΪΚΟΤΕΡΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ-ΜΗ ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Κατόπιν της έγκλησης του … ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της κατηγορούμενης, με την από … παραγγελία μας προς τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών, προς διενέργεια κύριας ανάκρισης. Η κύρια ανάκριση διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα, κατ’ άρθρο 270 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Π.Δ., μετά την απολογία της κατηγορούμενης, κατόπιν της οποίας, επιβλήθηκε σε αυτήν ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.

Κατά το άρθρο 386 του Π.Κ., ως ίσχυε πριν αντικατάστασή με το Ν. 4619/2019 (νέο Π.Κ.), «Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. 2… 3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (12Ο.ΟΟΟ) ευρώ». Το ανωτέρω άρθρο τροποποιήθηκε με το Ν. 4619/2019, ως εξής: «1. Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή….». Εν τέλει, με τη διάταξη του άρθρου 92 του Ν. 4855/2021 το άρθρο 386 του Π.Κ. τροποποιήθηκε εκ νέου ως εξής, «1. Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη εώς δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του (κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019) Π.Κ., «Αν από ην τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου», δηλαδή αυτή με την εφαρμογή της οποίας, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο μεταχείριση. Αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν και δεν αποκλείεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή (ΑΠ 1466/2019 ΠοινΔνη 2019 σελ. 959). Επιεικέστερος είναι ο νόμος που προβλέπει χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής επί ίσων δε ποινών φυλάκισης ή κάθειρξης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Επίσης, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (ΟλΑΠ 1/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., παρέπεται ότι εκ των τριών άνω μορφών του άρθρου 386 του Π.Κ., επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο για κακουργηματική απάτη και, συνεπώς, εφαρμοστέα εν προκειμένω, είναι η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 περ. β’ του Π.Κ., ως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τον νέο Π.Κ. (Ν. 4619/2019).

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη (ΑΠ 121/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 912/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δόλια παραπλάνηση του απατηθέντος πραγματώνεται με τρεις εναλλακτικούς τρόπους που διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους, ήτοι οι δύο πρώτοι τρόποι (η παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και η αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών) συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς ενώ η αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων πραγματώνεται με παράλειψη ανακοινώσεως στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία είχε υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει σ’ αυτόν, είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργειά του. Τέτοια υποχρέωση ανακοίνωσης μπορεί να θεμελιωθεί και στην επιβαλλόμενη στο συναλλασσόμενο, από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 του ΑΚ, συμπεριφορά κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, η δε εξαπάτηση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, έγγραφο ή προφορικό, ρητά ή σιωπηρά (ΟλΑΠ 1/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 346/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 121/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1625/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ιδίως τούτο συντρέχει επί σχέσεων ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Η παρασιώπηση σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι αθέμιτη δηλ. να υπερβαίνει τα συνήθη όρια επιδίωξης κοινωνικά πρόσφορων ευκαιριών, συμβατών με την κοινωνική ηθική. Παράσταση δε ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από συμπεριφορά δράστη (ΑΠ 121/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την ψευδή κατάσταση που εμφανίζει ο δράστης, που έχει ήδη λάβει την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 346/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 912/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περιουσιακό όφελος συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή άλλου, καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης οιουδήποτε από αυτούς. Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο, όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος, ο δε αξιούμενος, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος τούτου, σκοπός οφέλους αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου (έγκλημα με «υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση»). Τέλος, η περιουσιακή βλάβη, που, κατά προεκτεθέντα, υπάρχει σε περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος, πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διάθεσης, ήτοι της πράξης παράλειψης ή ανοχής, στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Πρέπει να υπάρχει, δηλαδή, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτήν, καθώς και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της λόγω αυτής πράξης, παράλειψης ή ανοχής του πλανηθέντος (ΟλΑΠ 1/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 313/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Λόγω της μη αναγκαίας ταύτισης του παραπλανώμενου και του βλαπτόμενου προσώπου, απάτη μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή, ο οποίος δικάζει σε πολιτική δίκη («απάτη στο δικαστήριο»), όταν ο υπαίτιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, προβαίνει, εν γνώσει του, σε ψευδείς ισχυρισμούς, οι οποίοι υποστηρίζονται με την προσαγωγή και επίκληση ψευδών αποδεικτικών μέσων, παραπλανώντας έτσι το δικαστή σε έκδοση ευνοϊκής για τα συμφέροντά του οριστικής απόφασης προς βλάβη της περιουσίας του αντιδίκου του. Η επίκληση και η προσκόμιση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης ενώπιον δικαστηρίου ακόμη και με τη μορφή της απόπειρας τέλεσης αυτού, εφόσον μόνη η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού με αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα ή μέσο, χωρίς την προσκόμιση με επίκληση προς απόδειξη αυτού (ισχυρισμού) εν γνώσει πλαστών, νοθευμένων ή γνήσιων πλην όμως ψευδών κατά περιεχόμενο εγγράφων και εν γένει αποδεικτικών στοιχείων, δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή τέλεσης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του Π.Κ.. Επί ασφαλιστικών, όμως, μέτρων, που το δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση, η απάτη μπορεί να συντελεσθεί με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο και συνεπώς, με την προβολή και μόνο ψευδών ισχυρισμών. Στην περίπτωση της απόρριψης της αγωγής τελείται το έγκλημα της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου (ΑΠ 568/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1306/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 308/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι προφανές επομένως ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της απάτης στο δικαστήριο, θα πρέπει να λάβει γνώση των ψευδών ισχυρισμών και στοιχείων του δράστη ο δικάζων την σχετική υπόθεση δικαστής.

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 98 του Π.Κ. προκύπτει, ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς, ομοειδείς, μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους. Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που, αν συνδέονται και με την ταυτότητα της απόφασης προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 1/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, κατά άρθρο 1465 εδ. α’ του Α.Κ. « Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο της μητέρας (Τέκνο γεννημένο σε γάμο). Κατά το Αστικό Δίκαιο, (άρθρα 1350 επ. του Α.Κ.), ο γάμος είναι και σύμβαση με προεξέχουσα φυσικά την ηθική της σημασία, και θεσμός, όχι βέβαια καθηλωμένος και άκαμπτος αλλά υποκείμενος σε πολλές παραλλαγές και σε δυνατότητα εξελίξεων. Σημειώνεται ότι ο όρος γάμος χρησιμοποιείται τόσο για την «ιδρυτική πράξη» αυτού , όσο και για την έννομη σχέση της συμβίωσης που προκύπτει από την ιδρυτική πράξη. Μεταξύ των συζύγων δημιουργείται μία «κοινωνία βίου», δηλαδή μία διαρκή συμβίωση, η οποία αναγνωρίζεται από την πολιτεία με την υπαγωγή της σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς συνεπαγόμενο δικαιώματα και υποχρεώσεις (βλ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ- ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ Ερμην. Αστικού Κώδικα, Αθήνα 1991, Τομ. VΙΙ, σελ. 61 επ.).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την έγκλησή του, ο εγκαλών καταγγέλλει ότι η κατηγορούμενη, με την οποία τέλεσε θρησκευτικό γάμο, καθόλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους και μετά τη διάσπαση αυτής του απέκρυψε ότι δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του γεννηθέντος ανηλίκου (κατά τη διάρκεια του ανωτέρω γάμου) τέκνου της, αποσκοπώντας με τον τρόπο αυτό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο συνίστατο στα ποσά που κατέβαλλε ο εγκαλών για την κάλυψη των δικών της βιοτικών αναγκών, των βιοτικών και εκπαιδευτικών αναγκών του ανήλικου τέκνου και των λειτουργικών αναγκών οικογενειακής οικίας, μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ο εγκαλών διαπίστωσε ότι δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του ανωτέρω ανηλίκου, λαμβάνοντας γνώση των αποτελεσμάτων σχετικής εξέτασης του γενετικού υλικού. Ότι μετά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, η κατηγορούμενη στράφηκε δικαστικά κατά του εγκαλούντα, αιτούμενη χρηματικά ποσά ως διατροφή για το εντός γάμου γεννημένου τέκνου τους, γεγονός που επέτυχε, παραπλανώντας τους δικαστές των αντίστοιχων δικαστηρίων, προσκομίζοντας, μεταξύ άλλων, ψευδή κατά περιεχόμενο έγγραφα, όπως τη σχετική ληξιαρχική πράξη γέννησης του ανηλίκου. Ειδικότερα, α) εκδόθηκε προσωρινή διαταγή της Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε ο εγκαλών να καταβάλει στην κατηγορούμενη προσωρινά και μέχρι τη συζήτηση της σχετικής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μηνιαίως, για την ίδια ατομικά το ποσό των 300 ευρώ και για το τέκνο της το ποσό των 700 ευρώ και β) με την εκδοθείσα επί της προαναφερθείσας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υποχρεώθηκε ο εγκαλών να καταβάλει στην κατηγορούμενη προσωρινά και μέχρι τον καθορισμό της διατροφής με οριστική δικαστική απόφαση, μηνιαίως, για την ίδια ατομικά το ποσό των 300 ευρώ και για το τέκνο της το ποσό των 1.900 ευρώ. Ο εγκαλών περαιτέρω αναφέρει ότι η κατηγορούμενη κατέθεσε αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επρόκειτο να συζητηθεί στη δικάσιμο της 10.06.2019, με την οποία αιτούνταν να υποχρεωθεί ο εγκαλών να της καταβάλει ως διατροφή μηνιαίως, για την ίδια ατομικά το ποσό των 685 ευρώ και για το τέκνο της το ποσό των 2.405 ευρώ. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω ενεργειών της κατηγορούμενης ο εγκαλών ισχυρίζεται ότι ζημιώθηκε κατά ποσό ανώτερο των 250.000 ευρώ, που αντιστοιχούν στις δαπάνες στις οποίες αυτός προέβη για την υγεία και διατροφή του ανωτέρω ανηλίκου τέκνου της κατηγορούμενης, από το χρόνο της σύλληψης αυτού έως την ημερομηνία, όταν και διαπίστωσε ότι δεν είναι βιολογικός πατέρας αυτού.

Στην κατηγορούμενη δεν αποδόθηκε κατηγορία για την επιμέρους πράξη της απάτης επί δικαστηρίω, φερόμενη ως τελεσθείσα με την κατάθεση της αγωγής διότι η υπό κρίση αγωγή δεν συζητήθηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο, αφού αποσύρθηκε από το πινάκιο και έκτοτε δεν προκύπτει γι’ αυτή ο ορισμός νέας δικασίμου. Κατόπιν τούτου και δεδομένου ότι η ενάγουσα κατηγορουμένη δεν κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες να επικαλείται ψευδή αποδεικτικά μέσα προς επίρρωση των φερόμενων αγωγικών ισχυρισμών της ούτε συνακόλουθα προσκόμισε τέτοια αποδεικτικά μέσα, μόνη η κατάθεση της αγωγής δεν στοιχειοθετεί αντικειμενικά, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, το αδίκημα της απάτης (στο δικαστήριο), ούτε καν ως απόπειρα.

Από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την προδικασία (προκαταρκτική εξέταση και κυρία ανάκριση), τα οποία ελήφθησαν άπαντα ανεξαιρέτως υπόψη και αξιολογήθηκαν κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης, όπως αυτό επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Π.Δ. (ΟλΑΠ 1/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο εγκαλών και η κατηγορούμενη τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο. Κατά την διάρκεια του γάμου τους η κατηγορούμενη γέννησε άρρεν τέκνο, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 1465 του Α.Κ. τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγή της, δηλ. τον εγκαλούντα (τέκνο γεννημένο σε γάμο), πλην όμως στην πραγματικότητα αποτελεί αποτέλεσμα της κατά φύση συνουσίας στην οποία περιήλθε η κατηγορούμενη με άλλον άνδρα, με τον οποίο διατηρούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο εξωσυζυγική σχέση. Αγνοώντας ο εγκαλών την αλήθεια σχετικά με την πατρότητα του γεννηθέντος τέκνου και την κρυφή εξωσυζυγική ζωή της συζύγου του, προσήλθε στο Ληξιαρχείο και δήλωσε το τέκνο στο δικό του επώνυμο. Καθόλη την διάρκεια της κυήσεως της κατηγορούμενης και συζύγου του και μέχρι τον τοκετό ο εγκαλών κατέβαλε τις απαραίτητες δαπάνες (έξοδα ιατρικής παρακολούθησης, ιατρικές εξετάσεις έξοδα τοκετού). Ομοίως μετά την γέννηση του τέκνου της κατηγορούμενης, ο εγκαλών κατέβαλε τις πάσης φύσεως δαπάνες για τις ανάγκες αυτού. Σύμφωνα δε με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων οι δαπάνες αυτές του τέκνου εκτιμήθηκαν σε 1.800 ευρώ μηνιαίως, ενώ η διατροφή της εγκαλούσας στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως. Η κατηγορούμενη δεν εργαζόταν και δεν είχε δικά της εισοδήματα, συμμετείχε δε στις οικογενειακές δαπάνες με την προσωπική της συνεισφορά σε εργασία με ποσό περίπου 200 ευρώ, ενώ αντιθέτως ο εγκαλών είχε μόνιμη απασχόληση σε δική του επιχείρηση από την οποία κέρδιζε ικανοποιητικό εισόδημα και είχε δυνατότητα να καλύπτει τις κατά τα άνω ανάγκες, που σύμφωνα με την απόφαση διαμορφώνονται σε 1.900 ευρώ ανά μήνα (2.100 ευρώ – 200 ευρώ).

Η έγγαμη συμβίωση μεταξύ τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και οι καθημερινές συγκρούσεις και διαφωνίες οδήγησαν στην σωματική και ψυχική απομάκρυνση του ζευγαριού και τελικώς στην διάστασή τους, όταν ο εγκαλών αποχώρησε από την οικογενειακή οικία. Ενώ ο γάμος τους δεν είχε λυθεί ακόμα η κατηγορούμενη κινήθηκε δικαστικά εναντίον του εγκαλούντα, προβάλλοντας οικονομικές αξιώσεις για εκείνη και το τέκνο της. Ειδικότερα αρχικά, κατέθεσε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με μη αυτοτελή αίτηση έκδοσης προσωρινής διαταγής, με την οποία αιτούνταν να υποχρεωθεί ο εγκαλών να της καταβάλει μηνιαίως ως διατροφή για το ανήλικο τέκνο της το ποσό των 2.350 ευρώ και για την ίδια ατομικά το ποσό των 550 ευρώ. Εκδόθηκε προσωρινή διαταγή της Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε ο εγκαλών να καταβάλει στην κατηγορούμενη προσωρινά και μέχρι τη συζήτηση της σχετικής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μηνιαίως για το τέκνο της το ποσό των 700 ευρώ και για την ίδια ατομικά το ποσό των 300 ευρώ. H αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε και η κατηγορούμενη, μεταξύ άλλων, προσκόμισε ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου τη γνήσια ληξιαρχική πράξη του ανηλίκου τέκνου της στην οποία έχει καταχωρηθεί ως πατέρας ο εγκαλών. Εκδόθηκε απόφαση με την οποία υποχρεώθηκε ο εγκαλών να καταβάλει στην κατηγορούμενη προσωρινά και μέχρι τον καθορισμό της διατροφής με οριστική δικαστική απόφαση, μηνιαίως ως διατροφή, για το τέκνο της το ποσό των 1.900 ευρώ και για την ίδια ατομικά το ποσό των 300 ευρώ. Η κατηγορούμενη κατέθεσε την αγωγή της, η οποία επρόκειτο να συζητηθεί στη δικάσιμο της 10.06.2019 (ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της έγκλησης), με την οποία αιτούνταν να υποχρεωθεί ο εγκαλών να της καταβάλει ως διατροφή μηνιαίως για την ίδια ατομικά το ποσό των 685 ευρώ και για το τέκνο της το ποσό των 2.405 ευρώ, πλην όμως ματαιώθηκε.

Περί τον μήνα Ιούλιο του 2018, περιήλθε στον εγκαλούντα η πληροφορία ότι δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του ανηλίκου τέκνου της κατηγορούμενης συζύγου του. Προς εξακρίβωση της πληροφορίας ο εγκαλών απευθύνθηκε σε ιατρικό εργαστήριο γενετικής για διεξαγωγή τεστ πατρότητας από το οποίο λαμβάνει την σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης ανάλυσης DNA, με την οποία πιστοποιείται ότι πράγματι ο ίδιος δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της κατηγορούμενης. Στη συνέχεια, ο εγκαλών, προκειμένου να επιβεβαιώσει αν πράγματι τυγχάνει ή όχι βιολογικός πατέρας του τέκνου της κατηγορούμενης, απέστειλε στην τελευταία εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, με την οποία καλούσε την κατηγορούμενη να προβούν από κοινού σε πραγματογνωμοσύνη ανάλυσης DNA, προκειμένου να διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας αν ο εγκαλών είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της κατηγορούμενης, εντός προθεσμίας 5 ημερών από την επίδοση της εν λόγω εξώδικης δήλωσης. Σε περίπτωση που η κατηγορούμενη δεν ανταποκρινόταν στο αίτημα του εγκαλούντα, ο τελευταίος της δήλωνε ότι θα τεκμαιρόταν από την άρνησή της ότι δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της. Η οριζόμενη προθεσμία παρήλθε χωρίς η κατηγορούμενη να προβεί σε οιανδήποτε ενέργεια.

Ο εγκαλών υπέβαλε την υπό κρίση έγκληση, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η κατηγορούμενη από τη στιγμή που διαπίστωσε την εγκυμοσύνη της, είχε πλήρη γνώση ότι το τέκνο της δεν ήταν γνήσιο τέκνο του εγκαλούντα και επομένως ήδη από τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της έως και την ημερομηνία κατά την οποία αυτός έλαβε τα αρνητικά αποτελέσματα του τεστ πατρότητας, η κατηγορούμενη εξαπατούσε τόσο αυτόν όσο και τους δικαστές των δικαστηρίων που δίκασαν τις αστικές τους υποθέσεις σχετικά με τη διατροφή και επιμέλεια του ανωτέρω ανηλίκου τέκνου, με σκοπό να αποκομίζει από τον εγκαλούντα, πείθοντάς τον ότι είναι ο πατέρας του τέκνου της, χρηματικά ποσά συνολικού ύψους άνω των 250.000 ευρώ. Πλην όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιβεβαιώνεται ότι η κατηγορούμενη γνώριζε ότι ο εγκαλών δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της. Ο ίδιος ο εγκαλών στην έκθεση ανώμοτης κατάθεσης του και στο υπόμνημά του ενώπιον της ανακρίτριας αναφέρει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης του τέκνου της κατηγορούμενης, η τελευταία διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, έχοντας σεξουαλικές επαφές με τον …, ομοίως παντρεμένο, επικαλούμενος μάλιστα επικοινωνία που είχε με την σύζυγο του τελευταίου, η οποία του αποκάλυψε (του εγκαλούντα) ότι η κατηγορούμενη σε μεταξύ τους τηλεφωνική επικοινωνία της είχε πει ότι διατηρεί σχέση με το σύζυγό της και ότι έχουν αποκτήσει μαζί ένα τέκνο εκτός γάμου. Όπως όμως προκύπτει από την περιεχόμενη στη δικογραφία αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της συζύγου αυτού του άνδρα, εκείνη επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του εγκαλούντα σχετικά με την ερωτική σχέση που διατηρούσε η κατηγορούμενη με το σύζυγό της, την οποία η ίδια πληροφορήθηκε σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με την κατηγορούμενη, ουδεμία αναφορά όμως γίνεται σχετικά με το γεγονός ότι βιολογικός πατέρας του τέκνου της κατηγορούμενης είναι ο άνδρας εκείνος και όχι ο εγκαλών. Περαιτέρω, ο ίδιος ο εγκαλών, στην έκθεση ανώμοτης κατάθεσής του ενώπιον της ανακρίτριας αναφέρει ότι από το έτος τέλεσης του γάμου τους έως και το έτος που έμεινε έγκυος η κατηγορούμενη, είχε συχνές σεξουαλικές επαφές με την τελευταία. Προκύπτει επομένως εκ των ανωτέρω, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης του τέκνου της κατηγορούμενης αυτή είχε σεξουαλικές επαφές τόσο με τον εγκαλούντα (και μάλιστα συχνές) όσο και με τον ….. Το ανωτέρω γεγονός μπορεί να δημιουργούσε στην κατηγορούμενη αμφιβολίες σχετικά με το ποιος εκ των ανωτέρω ανδρών είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της, όχι όμως βεβαιότητα προς τούτο. Άλλωστε ο ισχυρισμός ότι ο δεσμός της κατηγορούμενης με τον …. ουδέποτε διεκόπη, αλλά συνεχίστηκε μέχρι και το χρόνο υποβολής της υπό κρίση έγκλησης ουδόλως αποδεικνύεται, η μόνη δε που κάνει σχετική αναφορά είναι η σύζυγος του άνδρα εκείνου η οποία βρίσκεται σε δικαστική αντιδικία με τον τελευταίο.

Η κατηγορούμενη, στην απολογία της αρνήθηκε τη σε βάρος της κατηγορία επικαλούμενη ότι δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητεί ότι ο εγκαλών είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της δεδομένου ότι είχε συχνές ερωτικές συνευρέσεις κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης του τέκνου της, αποδεχόμενη ότι είχε εξωσυζυγική σχέση με έτερο άνδρα, η οποία όμως ισχυρίζεται ότι έληξε πολύ πριν την γέννηση, επομένως είναι αδύνατο ο τελευταίος να είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της. Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η εξωσυζυγική σχέση της ουδέποτε διεκόπη, ουδόλως αναιρείται το γεγονός ότι δεν προκύπτει γνώση πέραν πάσης αμφιβολίας της κατηγορούμενης ότι βιολογικός πατέρας του τέκνου της είναι ο ανωτέρω κι όχι o εγκαλών. Αν προκύπτει κάποια ευθύνη της, αυτή αφορά το χρονικό διάστημα, όταν o εγκαλών την πληροφόρησε ότι με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης DNA δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου της. Ο ίδιος όμως ο εγκαλών, στην ανώμοτη κατάθεσή του αναφέρει ότι από εκείνο το χρονικό διάστημα και έπειτα δεν έχει καταβάλει κανένα ποσό στην κατηγορούμενη, επομένως για το διάστημα αυτό δεν έχει ζημιωθεί κατά ουδέν ποσό. Οι δε αναφερόμενες στην έγκληση αίτηση για έκδοση προσωρινής διαταγής και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της κατηγορούμενης συζητήθηκαν σε χρόνους προγενέστερους της κρίσιμης ημερομηνίας της γνωστοποίησης των αποτελεσμάτων γενετικού υλικού, επομένως οι αναφερόμενοι στα σχετικά δικόγραφα και προτάσεις — σημειώματα της εγκαλούσας, ισχυρισμοί περί της ιδιότητας του εγκαλούντα ως πατέρα του τέκνου της ουδόλως προκύπτουν ότι ήταν ψευδείς, εν γνώσει της.

Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κατά την κρίση μας, δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος της κατηγορούμενης, ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της, πρέπει το Συμβούλιό σας να αποφανθεί να μην γίνει σε βάρος της σχετική κατηγορία για την ανωτέρω πράξη, κατά τα άρθρα 310 παρ.  1 περ. α’ και 311 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Π.Δ..

Όπως προαναφέρθηκε, σε βάρος της κατηγορούμενης, μετά την απολογία της, εκδόθηκε διάταξη, με την οποία της επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Εν όψει της απαλλακτικής μας πρότασης, η ισχύς της ανωτέρω διάταξης θα πρέπει να καταργηθεί, κατ’ άρθρο 315 παρ. 1 του Κ.Π.Δ..