Η Ενδοοικογενειακή βία στην Ελληνική έννομη τάξη συνιστά αδίκημα που τιμωρείται από τις διατάξεις του Ν. 3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις», όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ν. 4531/2018 και ισχύει.
Κατά την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) , η ενδοοικογενειακή βία συνίσταται: ”σε πράξεις φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας οι οποίες συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα ή όχι του κατά πόσο ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια κατοικία με το θύμα”. Με την άσκηση της ενδοοικογενειακής βίας θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι απειλείται η υγεία και η συνοχή όλης της οικογένειας, είτε αναφερόμαστε στις γυναίκες είτε στα παιδιά.
Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού (Ν. 3500/2006), ως ενδοοικογενειακή βία νοείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6 (ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη), 7 (ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή), 8 (βιασμός και κατάχρηση σε ασέλγεια) και 9 (ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας).
Κατά το άρ. 308 παρ. 1 ΠΚ, «όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή…». Για τη θεμελίωση του εν λόγω αδικήματος απαιτείται ορισμένο αποτέλεσμα, που συνίσταται στην πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας άλλου. Πρόκειται δηλαδή για έγκλημα αποτελέσματος ή ουσιαστικό και έγκλημα βλάβης της σωματικής ακεραιότητας. Ειδικότερα, η σωματική κάκωση αποτελεί εξωτερική, εμφανή και διακριτή επενέργεια στο σώμα, που έχει επιβλαβή αποτελέσματα στην ακεραιότητα του, ενώ η βλάβη της υγείας αποτελεί διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών, με περιεχόμενο την επέλευση ορισμένων παθολογικών συμπτωμάτων, τα οποία εκδηλώνονται ως άμεση συνέπεια της ανθρώπινης εξωτερικής επέμβασης στο σώμα και τον οργανισμό συγκεκριμένου προσώπου.
Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η σωματική κάκωση ενδέχεται να αποτελεί ταυτόχρονα και βλάβη της υγείας, χωρίς όμως να είναι αυτό απαραίτητο. Αντίστοιχα, η βλάβη της υγείας μπορεί να επέλθει και χωρίς σωματική κάκωση. Μπορεί επίσης είτε να εμφανισθούν χωριστά, είτε να είναι η μία συνέπεια της άλλης (βλ. ΑΠ 133/1998 ΠοινΔικ 1998, σ. 992, ΑΠ 971/1992 ΠοινΧρ 1992, σ. 707, Εφ Αιγ 122/2004 ΠοινΧρ 2005, σελ. 337). Ειδικότερα, ως απλή σωματική βλάβη νοείται αυτή που στερείται των ιδιαζόντων χαρακτήρων της επικίνδυνης, της βαριάς και της θανατηφόρας σωματικής βλάβης των άρ. 309, 310 και 311 ΠΚ, διαβαθμιζόμενη, ανάλογα με τη βαρύτητα της, στη βασική της μορφή και τις προνομιούχες, της εντελώς ελαφρός και της ασήμαντης. Ως εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη λογίζεται αυτή που, χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες, και ως ασήμαντη εκείνη που έχει ήπιες συνέπειες. Οπότε, εντελώς επιφανειακές και ταχέως ιάσιμες σωματικές κακώσεις, καθώς και ευχερώς θεραπεύσιμες επουσιώδεις και πρόσκαιρες πτώσεις της υγείας, εντάσσονται αναμφίβολα στην έννοια της εντελώς ελαφρός σωματικής βλάβης. Στην έννοια των εντελώς ελαφρών σωματικών βλαβών εμπίπτουν λ.χ. οι απλές κακώσεις (βλ. ΑΠ 540/2001 ΠοινΛογ 2001, σ. 1356), οι εκχυμώσεις (βλ. ΑΠ 2009/2001 ΠοινΛογ 2001, σ. 2465 επ.2, ΑΠ 687/2001 ΠοινΛογ 2001, σ. 929 επ.), οι εκδορές (βλ. ΑΠ 1566/2002 ΠοινΛογ 2002, α 1588 επ., ΑΠ 2009/2001 ΠοινΛογ 2001, σ. 2465 επ., ΑΠ 646/2001 ΠοινΛογ 2001, σ. 886 επ.3), και τα χτυπήματα με γυμνά χέρια στο κεφάλι, στον ώμο, στα χέρια ή στα πόδια (βλ. ΑΠ 433/1998 ΠοινΧρ 1998, σ. 1073). Πάντως η «αφόρητη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία» δεν αποτελεί σωματική βλάβη, εάν δεν προκάλεσε στον παθόντα παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές (βλ. ΑΠ 402/2001 ΠοινΛογ 2001, σ. 13204). Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης όλων των μορφών σωματικών βλαβών απαιτείται, κατά τη ρητή επιταγή της άνω διάταξης, πρόθεση (δόλος), που περιέχει τη γνώση και θέληση πραγμάτωσης των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης, δηλαδή τη γνώση και θέληση πρόκλησης σε άλλον σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας του, αρκεί δε, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, οποιαδήποτε μορφή δόλου, που μπορεί να είναι είτε άμεσος είτε ενδεχόμενος, αλλά σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση θα πρέπει σαφώς να προσδιορίζεται στην απόφαση (βλ. για τα ανωτέρω ΑΠ 148/2010 ΠοινΔικ 2010, σ. 1123, ΑΠ 174/1999 ΠοινΔικ 1999, σ. 4275, ΣυμβΠλημΠειρ 94/2008 ΠοινΔικ 2008, σ. 292, εκτενώς στην επιστήμη Λ. Μαργαρίτη, Σωματικές Βλάβες, Αρθρα 308-315Α ΠΚ, β` έκδοση, 2000, σ. 131 επ. και σ. 282, όπου αναφέρονται παραδείγματα εντελώς ελαφρών σωματικών βλαβών, και Γ. Μπέκα, Η προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, 2004, σ. 296 επ., όπου, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι η βλάβη της υγείας ουσιαστικά περιλαμβάνει και τη σωματική κάκωση, και σ. 336, όπου αναφέρονται παραδείγματα εντελώς ελαφρών σωματικών βλαβών).
Δράστης της ενδοοικογενειακής απειλής, εν δυνάμει, μπορεί να είναι:
- Σύζυγοι και τα τέκνα
- Συγγενείς α΄ και β΄ βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας (που συνδέονται με τους γονείς/συζύγους)
- Συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως δ΄ βαθμού, εφόσον συνοικούν
- Επίτροπος, ανάδοχος, δικαστικός συμπαραστάτης, εφόσον είναι μέλη της οικογένειας, και τα πρόσωπα που τελούν υπό επιτροπεία, υπό αναδοχή και υπό δικαστική συμπαράσταση
- Μόνιμοι σύντροφοι και τέκνα κοινά ή ενός εξ αυτού
- Τέως σύζυγοι
- Τέως μόνιμοι σύντροφοι
- Τα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί
Δικονομικές και Ουσιαστικού δικαίου επισημάνσεις
Τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας θα πρέπει να καταγγέλλονται στις αρμόδιες αστυνομικές και πολιτειακές αρχές απ’ όλους τους πολίτες, ακόμα και ανώνυμα. Η καταγγελία των περιστατικών αυτών μπορεί να γίνεται απ’ οιοδήποτε πολίτη ακόμη και κι εάν δεν είναι ο παθών του αδικήματος αυτού, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο αδίκημα διώκεται αυτεπάγγελτα και όχι κατ’ έγκληση. Σε περίπτωση καταγγελίας δεν είναι απαραίτητη η υποβολή μήνυσης-άρα δεν απαιτείται και η κατάθεση παραβόλου.
Πλαίσιο ποινής, για την πρώτη περίπτωση, προβλέπεται Φυλάκιση, ενώ για τη δεύτερη περίπτωση Φυλάκιση έως τρία έτη.
- Παραγραφή στο άρθρο 7 παρ. 2 του Ν.3500/2006, όπως και στο άρθρο 333 ΠΚ είναι πενταετής. Όμως, σε περίπτωση που το θύμα είναι ανήλικος, τότε η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του θύματος και για ένα έτος μετά.
- Στο άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 3500/2006 προβλέπεται υποχρεωτικά η τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας.
- Στο άρθρο 18 του Ν. 3500/2006 προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής περιοριστικών όρων σε βάρος του δράστη, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος.
Με το νέο Ποινικό Κώδικα η προστασία και η διασφάλιση της οικογενειακής γαλήνης έχει καταστεί ακόμα πιο σαφής. Στο άρθρο 312 ΠΚ υπό τον τίτλο «Σωματική βλάβη αδύναμων ατόμων» ο νομοθέτης επιβάλλει αυστηρότερη ποινή στις περιπτώσεις που κάποιος προκαλεί σωματική βλάβη σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή σε ανήλικο, εφόσον βρίσκεται στην προστασία ή την επιμέλειά του βάσει δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης ή συνοικούν με το δράστη ή βρίσκονται σε σχέση εργασίας ή υπηρεσίας μαζί του. Στη συνέχεια, ο ποινικός νομοθέτης ρυθμίζει τις επιβαλλόμενες ποινές ανάλογα με το βαθμό της σωματικής κάκωσης που πραγματοποιείται σε κάθε περίπτωση. Ειδικότερα, για απλή, ενώ το άρθρο 308 ΠΚ προβλέπει φυλάκιση από 10 ημέρες έως 2 χρόνια, το 312 ΠΚ για τις ειδικές περιπτώσεις προσώπων που αναφέρθηκαν επαυξάνει το κατώτατο όριο σε τουλάχιστον 1 χρόνο (δηλαδή η απειλούμενη ποινή καθίσταται 1-5 χρόνια). Στην επικίνδυνη σωματική βλάβη, που θα μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, ενώ το 309 ΠΚ προβλέπει φυλάκιση έως 3 χρόνια (δηλαδή 10 ημέρες μέχρι 3 χρόνια) το 312 ΠΚ ορίζει ότι η απειλούμενη ποινή καθίσταται 2-5 χρόνια, δηλαδή βαρύτερη. Στην τρίτη περίπτωση, τη βαριά σωματική βλάβη το όριο από 1-5 έτη, ορίζεται όσον αφορά την ειδική κατηγορία του 312 ΠΚ 3-5, ενώ αν ο δράστης αποδειχτεί πως επεδίωκε τη βαριά βλάβη (έχοντας άμεσο δόλο α’ βαθμού) η ποινή καθίσταται κάθειρξη από 5 έως 15 έτη. Η δεύτερη παράγραφος του 312 ΠΚ διευκρινίζει πως οι ίδιες ποινές επιβάλλονται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. Ειδικά, η άσκηση βίας σε έγκυο αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση, δηλαδή τιμωρείται ακόμα βαρύτερα. Επιπλέον, έχοντας ως στόχο την εξασφάλιση της οικογενειακής ηρεμίας και την προστασία των ευάλωτων προσώπων που συχνά καθίστανται θύματα μιας απάνθρωπης συμπεριφοράς, στην τρίτη παράγραφο ορίζεται πως με σωματική βλάβη κατά ανηλίκου εξομοιώνεται η τέλεση τέτοιων πράξεων ενώπιόν του. Ακόμα, λόγω της τεράστιας περιπτωσιολογίας τέτοιων φαινομένων που έχει απασχολήσει τα δικαστήρια, ο νομοθέτης αισθάνθηκε πως έπρεπε να προστατεύσει ακόμα περισσότερο τα πρόσωπα αυτά. Συγκεκριμένα, με βαριά σωματική βλάβη που τιμωρείται σε αυτή την περίπτωση με 3-5 χρόνια φυλάκιση ή κάθειρξη, αν εξακριβωθεί ο απαιτούμενος δόλος, εξομοιώνεται η μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση σε βάρος των προσώπων της πρώτης παραγράφου. Κατανοούμε λοιπόν, πως ο νομοθέτης δεν παραλείπει να προστατεύσει εκτός από τη σωματική και την ψυχική υγεία του ατόμου, λαμβάνοντας υπόψη τον άνθρωπο ως ψυχο-σωματική ενότητα.
Ποινική Διαμεσολάβηση και Αποχή από την Ποινική Δίωξη
Στο πλημμέλημα του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3500/2006 μπορεί να ακολουθηθεί η διαδικασία της Ποινικής Διαμεσολάβησης. Προϋπόθεση για την έναρξη της Διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο σωρευτικά:
α) να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας (λόγος τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα. Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 148 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
β) να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές. Ο υπεύθυνος του προγράμματος πιστοποιεί την ολοκλήρωση της παρακολούθησής του. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της παρακολούθησης του προγράμματος, η υπόθεση ανασύρεται και συνεχίζει η ποινική διαδικασία
γ) να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα.