Άκυροι όροι τραπεζικών συμβάσεων
Ένας από τους συνηθισμένους λόγους ανακοπών δανείων, είναι επειδή η ένδικη δανειακή σύμβαση, συνήθως, περιέχει ΓΟΣ ακυρους και καταχρηστικούς και γι αυτό μη ισχύοντες νομικά και επί τη βάσει αυτών εξεδόθη η προσβαλλομένη.
Επειδή για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγών (ΓΟΣ) στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ των καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητος αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “Προστασία των καταναλωτών” που ενσωμάτωσαν την Οδηγία 9313/ΕΟΚ της 5.4.1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν, 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24 β του ν. 2741/1999 “Γενικοί Όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου στη σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης, ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται”. Επίσης, κατά την παρ. 7 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24 γ του ν. 2741/1999, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής, είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών, που μεταξύ των άλλων α)…., β) …..ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσεως της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση … στ)…. ια) ….. χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή ....
Οι όροι αυτοί που περιέχονται στις συμβάσεις είναι προδιατυπωμένοι για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων της τράπεζες με αόριστο αριθμό μελλοντικών πελατών της – δανειοληπτών και συνεπώς, οι όροι αυτοί ως γενικοί, αόριστοι και εντελώς ακατάληπτοι για τον μέσο δανειολήπτη που ευρίσκεται σε αδύναμη θέση απαγορεύονται, αφού είχαν ως αποτέλεσμα την υπερμετρη διατάρραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων εις βάρος των δικαιωμάτων των καταναλωτών – δανειοληπτών. Με αυτούς τους προδιατυπωμένους όρους δεν δίνεται εκ των πραγμάτων η δυνατότητα διαπραγμάτευσης των πελατών – δανειοληπτών, για προσαρμογή των όρων των δανείων (όσον αφορά τα επιτόκια, τα ποσοστά κλπ) στην ιδική τους περίπτωση.Οι όροι αυτοί, είναι ακατάληπτοι με αναφορά με λογιστικά , αόριστα και αφηρημένα μεγέθη .
Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, που αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 Α.Κ. με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητος ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσεως των αγαθών ή δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Ας σημειωθεί ότι, μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 με το άρθρο 10 παρ. 24Β του ν. 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι “υπέρμετρη” διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (βλ. Εφ Αθ 6291/2000, ΔΕΕ 11, 1122). Περαιτέρω δε, ως έχει κριθεί πάγια εκ της Νομολογίας των Δικαστηρίων μας καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ , ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτιολογία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Επιπρόσθετα, όσον αφορά στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων ΓΟΣ, που θεωρούνται, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, άνευ ετέρου καταχρηστικοί,ήτοι χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και άρα απαγορευτέοι και άκυροι, θα πρέπει δε λεχθεί ότι οι όροι αυτοί αποτελούν ενδεικτικές μόνον (μεμονωμένες) νομοθετικής εξειδίκευσης της γενικής ρήτρας
Επειδή σύμφωνα με το ΠΔ/ΤΕ υπ αρ. 2286/28.1.1994 που εξεδόθη κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, σχετικά με τα καταναλωτικά χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δανείων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνον επιτοκίων. Εξάλλου, τα εξωτραπεζικά επιτόκια δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις.
Συνεπώς, έχει κριθεί πάγια εκ της ημετέρας νομολογίας ότι γενικός όρος σε σύμβαση που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο με το οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του δανειολήπτη πελάτη, στις περιπτώσεις τμηματικών καταβολών (δηλ. καταβολών σε δόσεις) ή τμηματικών εξοφλήσεων είναι άκυρος ως καταχρηστικός, όταν δεν καθορίζονται εκ των προτέρων γνωστά και εύλογα για τον δανειολήπτη πελάτη κριτήρια, λόγω της αντιθέσεως του όρου στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. Ια’ του ν. 2251/1994 “Περί Προστασίας των Καταναλωτών”.
Η κάθε Τράπεζα, ως είθισται, σε συντριπτικό αριθμό περιπτώσεων, ουδένα κίνδυνο ή ρίσκο αναλαμβάνουν , αφού με την επιβολή των ως άνω γενικών και αορίστων όρων μπορούν να αυξάνουν εις βάρος των δανειοληπτών των δικά τους συμφέροντα και τα κέρδη τους, μπορούν να αναπροσαρμόζουν τα επιτόκια αναφοράς επιτυγχάνοντας δυσανάλογα κέρδη σε σχέση με το ποσόν του δανείου που χορηγούν, αντιθέτως μεταφέρουν ολόκληρο τον κίνδυνο στους δανειολήπτες που είναι αδύναμοι και άσχετοι μετά χρηματοοικονομικά.