Οι αιτούντες είναι σύζυγοι, έχουν αποκτήσει δύο ενήλικα τέκνα. Ο αιτών είναι συνταξιούχος και λαμβάνει σύνταξη γήρατος ύψους 1.540.08 ευρώ, η δε αιτούσα είναι άνεργη. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα , τα ετήσια οικογενειακά εισοδήματα των αιτούντων διαμορφώνονται ως εξής: Κατά το οικονομικό έτος 2003 στο συνολικό ποσό των 34.236,11 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2004 στο συνολικό ποσό των 38.913,73 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2005 στο συνολικό ποσό των 46.619,68 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2006 στο συνολικό ποσό των 40.175,01 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2007 στο ποσό των 5.168,43 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2008 στο ποσό 37.905,64 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2009 στο συνολικό ποσό των 39.269,33 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2010 στο συνολικό ποσό των 40.253,78 ευρώ , κατά το οικονομικό έτος 2011 στο συνολικό ποσό των 44.244,14 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2012 στο ποσό των 37.669,07 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2013 στο συνολικό ποσό των 51.904,15 ευρώ, κατά το οικονομικό έτος 2014 στο συνολικό ποσό των 27.025,50 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2014 στο συνολικό ποσό των 21.297,16 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2015 στο συνολικό ποσό των 20.763,77 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2016 στο συνολικό ποσό των 20.293,47 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2017 στο συνολικό ποσό των 20.827,38 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2018 στο συνολικό ποσό των 20.457,86 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2019 στο συνολικό ποσό των 20.851,69 ευρώ, κατά το φορολογικό έτος 2020 στο συνολικό ποσό των 20.451,38 ευρώ. Σημειώνεται ότι κατά το οικονομικό έτος 2012 ο αιτών έλαβε και ποσό 110.000,00 ευρώ ως εφάπαξ αποζημίωση λόγω εθελούσιας εξόδου από την εργασία του.
Στα περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος ανήκει η πλήρης κυριότητα, σε ποσοστό 100% ενός διαμερίσματος του τετάρτου (δ’) ορόφου, με αντικειμενική αξία του εν λόγω διαμερίσματος 108.403,31 ευρώ, ενώ η εμπορική του αξία (δεν προσκομίστηκε από τους διαδίκους εκτίμηση εμπορικής αξίας από πιστοποιημένο εκτιμητή) εκτιμάται στο ποσό των 125.000,00 ευρώ. Στην κρίση αυτή άγεται το παρόν Δικαστήριο εκτιμώντας το είδος του ακινήτου, το έτος κατασκευής του και την περιοχή στην οποία βρίσκεται. Επίσης, ο αιτών διαθέτει ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, έτους κυκλοφορίας 2009, το οποίο λόγω της παλαιότητάς του, εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο ότι είναι μικρής εμπορικής αξίας, μη δυνάμενο να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση της πιστώτριας, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης. Όσον αφορά την αιτούσα δεν αποδείχθηκε ότι έχει στην κυριότητά της ακίνητη ή αξιόλογη κινητή περιουσία.
Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, οι αιτούντες, δυνάμει της υπ΄ αριθ. …/22.01.2004 σύμβασης στεγαστικού δανείου ανέλαβαν προς την καθ΄ ης πιστώτρια, ως συνοφειλέτες, οφειλή, το υπόλοιπο της οποίας την 07-06-2021 ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 243.902,37 ευρώ, με την τελευταία ενήμερη μηνιαία δόση αποπληρωμής της να ανέρχεται στο ποσό των 1.556,60 ευρώ. Η εν λόγω απαίτηση είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης στο ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο που αποτελεί την κύρια κατοικία των αιτούντων.
Οι μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης των αιτούντων στις οποίες περιλαμβάνονται διατροφή λειτουργικά έξοδα οικίας, μετακινήσεις, ιατροφαρμακευτικές δαπάνες, φόροι, καθώς και οικονομική συνδρομή και διατροφή της κόρης τους η οποία είναι άνεργη, ανέρχονται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αλλά και σύμφωνα με την έκθεση υπολογισμού των εύλογων δαπανών της ΕΛΣΤΑΤ, λαμβανομένου υπόψη και του διαρκώς αυξανόμενου κόστους διαβίωσης (λόγω των συνεχών ανατιμήσεων σε είδη διατροφής και πρώτης ανάγκης σε ενέργεια και καύσιμα) στο ποσό των 1.400,00 ευρώ, το οποίο δεν θίγει το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσής τους, ούτε επέρχεται εξαθλίωση αυτών, οι οποίοι αιτούμενοι την υπαγωγή τους στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες τους στις απολύτως απαραίτητες για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών τους. Κατά συνέπεια λαμβανομένων υπ’ όψιν αφενός της προαναφερόμενης οφειλής των αιτούντων και αφετέρου των εισοδημάτων τους τα οποία προέρχονται αποκλειστικά από την σύνταξη του αιτούντος και μόνο, δεδομένου ότι η αιτούσα δεν διαθέτει κανένα εισόδημα, διαφαίνεται η αδυναμία τους να παρακολουθήσουν το ληξιπρόθεσμο του χρέους τους και να προβούν στην σχετικά άμεση ικανοποίησή του. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής της οφειλής τους προς την πιστώτριά τους , καθότι δεν αναμένεται άμεση βελτίωση της της οικονομικής τους κατάστασης, η οποία αν επέλθει θα πρέπει να δηλωθεί άμεσα από τους αιτούντες στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, κατ΄ άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010, απορριπτομένης κατ’ επέκταση της σχετικής ένστασης της καθ’ ης περί έλλειψης μόνιμης αδυναμίας πληρωμής.
Η καθ΄ ης προβάλλει την ένσταση της δόλιας περιέλευσης σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών για το λόγο ότι οι αιτούντες, έχοντας πλήρη γνώση των οικονομικών τους δυνατοτήτων και των συνεπειών των πράξεών τους, προέβησαν στην ανάληψη του επίδικου δανείου, ενώ γνώριζαν εξ αρχής ότι δε θα μπορούσαν να το εξυπηρετήσουν. Η ένσταση αυτή, ωστόσο, στερείται ουσιαστικής βασιμότητας. Ειδικότερα, οι αιτούντες προσέφυγαν σε δανεισμό με την κατάρτιση μιας δανειακής σύμβασης το έτος 2004 με σκοπό την αγορά και αποπεράτωση/βελτίωση κατοικίας για την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών πιστεύοντας βάσιμα ότι θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στην εξυπηρέτησή της από το οικογενειακό τους εισόδημα το οποίο κατά το χρόνο αυτό όπως προκύπτει από το εκκαθαριστικό σημείωμα του οικονομικού έτους 2003 ανερχόταν μηνιαίως στο ποσό των 2.853,00 ευρώ, ποσό αρκούντως υψηλό, ενώ και κατά τα έτη που ακολούθησαν το οικογενειακό εισόδημα εμφανίζεται διαρκώς αυξανόμενο, η δε επίδικη οφειλή εξυπηρετείτο κανονικά για μεγάλο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα μέχρι το έτος 2016 (γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από την καθ΄ ης) ακόμα και μετά την συνταξιοδότηση του αιτούντος. Περαιτέρω, κατόπιν συμφωνίας με την καθ΄ ης η επίδικη σύμβαση τροποποιήθηκε με την μετατροπή του νομίσματος αποπληρωμής του δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο. Τα δάνεια αυτού του τύπου δεν είχαν καμία ομοιότητα με τα παραδοσιακά προϊόντα δανείων στεγαστικής πίστης σε ευρώ και δεν είναι απλά δάνεια, αλλά αποτελούν στην ουσία ριψοκίνδυνα προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου υψηλού ρίσκου που συνδέονται δηλαδή ευθέως με την αγορά συναλλάγματος. Το δέλεαρ ήταν η χαμηλή δόση λόγω της κατά τον χρόνο υπογραφής των σχετικών συμβάσεων ισοτιμίας Ευρώ/CHF. Όμως, λόγω της αλλαγής στη συνέχεια της ισοτιμίας ευρώ προς ελβετικό φράγκο και της ανατίμησης του φράγκου σε βάρος του ευρώ, διογκώθηκε το ανεξόφλητο δανειακό υπόλοιπο με αποτέλεσμα, μεγάλος αριθμός ανυποψίαστων ή μη επαρκώς ενημερωμένων δανειοληπτών, συμπεριλαμβανομένων και των αιτούντων να οδηγηθούν τελικά σε μεγάλες απώλειες και σε υπερχρέωση αφού κλήθηκαν να πληρώσουν πλέον μία πολύ αυξημένη μηνιαία δόση, αλλά κυρίως να αποπληρώσουν συνολικό ποσό δανείου κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που πράγματι δανείστηκαν. Με τα δεδομένα αυτά οι αιτούντες οδηγήθηκαν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών λόγω των υπέρμετρων δόσεων που υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν εξαιτίας της επιβάρυνσης του δανείου μετά την μεταγενέστερη της ανάληψης του χρέους αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας και συνεπώς δε βαρύνονται με καμία υπαιτιότητα για τη μεταγενέστερη κατάρτιση της σύμβασης αδυναμία τους να εξυπηρετήσουν τη δανεική τους υποχρέωση και δεν μπορεί για το λόγο αυτό να τους αποδοθεί ενδεχόμενος δόλος. Επιπροσθέτως, στην αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υπέρογκες διαμορφωθείσες δόσεις συνέβαλαν καθοριστικά και οι συνεχείς περικοπές των συντάξεων, λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα και οδήγησε σε συρρίκνωση του οικογενειακού εισοδήματος των αιτούντων, γεγονός πρωτοφανές, μη δυνάμενο να προβλεφθεί από τους αιτούντες κατά τον χρόνο σύναψης του επίδικου δανείου. Επίσης, η ηλικία της αιτούσας σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα κατά τα τελευταία χρόνια και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν της επιτρέπουν να βρει εργασία, προκειμένου να ενισχύσει το οικογενειακό εισόδημα, ως εκ τούτου στο πρόσωπο της αιτούσας δεν συντρέχει επιγενόμενος δόλος περιέλευσης σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της καθ’ ης.
Μετά ταύτα, συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων, οι προϋποθέσεις για υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010. Ειδικότερα, η αιτούσα λόγω μη ύπαρξης ρευστοποιήσιμης περιουσίας, μηδενικών εισοδημάτων και χρόνιας ανεργίας θα υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 για μηδενικές καταβολές για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών. Όσον αφορά στη μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής του αιτούντος, το προς διάθεση στην πιστώτριά του ποσό, λαμβανομένων υπόψη των βασικών βιοτικών αναγκών του ιδίου και της οικογένειάς του οι οποίες καλύπτονται εξ ολοκλήρου από την σύνταξη του αιτούντος, ανέρχεται στο ποσό των 140,08 ευρώ μηνιαίως (1.540,08 -1.400,00 ευρώ), ποσό το οποίο κρίνεται ότι βρίσκεται εντός των οικονομικών του δυνατοτήτων. Περαιτέρω, δεδομένου ότι με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2β του ν. 3869/2010, ορίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8 το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν, στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, οι ρυθμίσεις των άρθρων 9 παρ. 2 και 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 θα συμπέσουν, καθώς κατά την ρύθμιση των οφειλών του αιτούντος το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται, κατά τα προαναφερθέντα, να χορηγήσει περίοδο χάριτος, πλην όμως για τον καθορισμό των μηνιαίων δόσεων των δύο ρυθμίσεων θα πρέπει να τηρηθούν δύο βασικές προϋποθέσεις: α) η μη υπέρβαση της ικανότητας αποπληρωμής χρέους του οφειλέτη, ως προς την ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 και β) η καταβολή του υποχρεωτικού ανταλλάγματος για την διάσωση της κύριας κατοικίας του στους πιστωτές, ως προς την ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του ιδίου ως άνω νόμου. Εξάλλου, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του νόμου αντίτιμο της διάσωσης δεν συνδέεται με τα εισοδήματα και τις βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη, όπως οι μηνιαίες καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και παρ. 5 του νόμου, αλλά με την αξία της κύριας κατοικίας του. Θα πρέπει δηλαδή οι πιστωτές να λάβουν από την έναρξη της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και παράλληλα με αυτήν, οπωσδήποτε ποσό ίσο με αυτό του συναλλάγματος της διάσωσης της κατοικίας, το οποίο θα συνεχίσει ο οφειλέτης να καταβάλλει και μετά την πάροδο της τριετίας και μέχρι το τέλος της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2, ενώ ταυτόχρονα ο οφειλέτης δεν θα πρέπει να επιβαρυνθεί με καταβολές ποσού μεγαλύτερου από την ικανότητα αποπληρωμής του με βάση τα εισοδήματά του. Σύμφωνα με τα παραπάνω, σε περίπτωση που η δόση που δύναται να καταβάλλει ο οφειλέτης σύμφωνα με την ικανότητα της αποπληρωμής του, υπολείπεται της δόσης του ανταλλάγματος για την διάσωση της κύριας κατοικίας του, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι οι ρυθμίσεις, σύμφωνα με τον νόμο πρέπει να συμπίπτουν χρονικά και δεν υπάρχει σύμφωνα με το γράμμα του νόμου περιθώριο εφαρμογής περιόδου χάριτος, η δόση του άρθρου 8 παρ. 2 θα είναι μηδενική, ενώ ο οφειλέτης θα αρχίσει αμέσως να καταβάλλει με την έκδοση της απόφασης, τη δόση που αφορά το άρθρο 9 παρ. 1. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται αμφότερες οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νομοθέτης, αφενός να μην υποχρεωθεί ο οφειλέτης κατά την διάρκεια της ρύθμισης του άρθρου 8 να καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει την ικανότητα αποπληρωμής του και αφετέρου να μην χειροτερεύει η θέση των πιστωτών σε σχέση με την θέση που θα είχαν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, με την καταβολή εξαρχής εκ μέρους του οφειλέτη της δόσης του ανταλλάγματος για την διάσωση της κύριας κατοικίας του .
Εν προκειμένω, η κύρια κατοικία του αιτούντος έχει συνολική αντικειμενική αξία 108.403,31 ευρώ. Δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 2 εδ. β’, ο αιτών οφείλει να καταβάλει ως αντάλλαγμα για την διάσωση της κύριας κατοικίας του το ποσό, που θα λάμβανε η πιστώτρια, σε περίπτωση που προέβαινε στην αναγκαστική εκτέλεση της κύριας κατοικίας του. Ταυτόχρονα, θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο η μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, η οποία βασίζεται στην τρέχουσα και τη μελλοντική ικανότητά του, λαμβανομένων υπόψη και των εύλογων δαπανών διαβίωσης. Κατά συνέπεια και με δεδομένο ότι κατά τα προαναφερθέντα, ο αιτών οφείλει να αποπληρώσει ποσό ίσο με το ποσό που θα λάμβανε η πιστώτριά του σε περίπτωση υποθετικής εκποίησης (πλειστηριασμού) του ακινήτου του, ο τελευταίος θα καταβάλλει κατ’ άρθρο 995 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο ΚΠολΔ, ποσό ίσο με την εμπορική αξία του ακινήτου του (125.000,00 ευρώ) απομειωμένη από τα (υποθετικά) έξοδα εκτέλεσης που υπολογίζονται στο ποσό των 5.000,00 ευρώ, άρα 120.000,00 ευρώ. Όσον αφορά στο χρόνο αποπληρωμής του ποσού αυτού, θα πρέπει να οριστεί σε 20 έτη (240 μήνες), λαμβανομένων υπ’ όψιν του ύψους του χρέους, που πρέπει να πληρώσει ο αιτών για την διάσωση της κατοικίας του, της οικονομικής του δυνατότητας και της διάρκειας των δανείων του. Έτσι, το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 500,00 ευρώ. Η καταβολή του ποσού αυτού θα ξεκινήσει την 1η Αυγούστου 2023, θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαήμερου εκάστου ημερολογιακού μηνός και θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο αιτών διαθέτει, όπως προαναφέρθηκε, ικανότητα αποπληρωμής ύψους 140,08 ευρώ μηνιαίως, ενώ η δόση για την διάσωση της κύριας κατοικίας της ανέρχεται σε 500 ευρώ, θα πρέπει να οριστούν μηδενικές καταβολές στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2.