Αριθμός απόφασης
483/2022
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975 επιβάλλεται εισφορά σε βάρος κάθε είδους πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα, η οποία μετά την 1-6-2003 ανέρχεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 3152/2003 σε ποσοστό 0,60% ετησίως επί του ετήσιου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων από αυτά δανείων πάσης φύσεως ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων των πιστώσεων προς τις τράπεζες και το δημόσιο. Ωστόσο, είναι δυνατή η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στον δανειολήπτη με σχετική συμφωνία, βάσει της αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας. Όμως, ο ανατοκισμός της εισφοράς αυτής δεν είναι νόμιμος. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 628 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης, υπό την έννοια ότι το ακριβές ύψος της (όταν πρόκειται για χρηματική απαίτηση) προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Η τυχόν ενσωμάτωση σε αυτήν μη οφειλόμενων κονδυλίων αναιρεί το εκκαθαρισμένο αυτής, όταν από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των ποσών αυτών και η ανεύρεση του πραγματικού ύψους της, οπότε στην περίπτωση αυτή η τυχόν εκδοθείσα διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου (ΕιρΑθ 1324/2009, Αρμ 2010, 1369).
Με τον όγδοο λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, διότι κατά τους όρους της πιστωτικής συμβάσεως, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση αυτής, λάμβανε χώρα παράνομος συμβατικός ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς του ν. 128/1975, διά της ενσωμάτωσης αυτής στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων, με συνέπεια η ακυρότητα των επιμέρους κονδυλίων να επηρεάζει την αποδεικτικότητα των εγγράφων, δυνάμει των οποίων εξεδόθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, αλλά και το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως.
Από την εκτίμηση όλων εγγράφων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 29-1-2009 ο ανακόπτων, με την ιδιότητα του εγγυητή, συνήψε με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ A.E.», σύμβαση καταναλωτικού δανείου, καθώς και την από 29-1-2009 πρόσθετη πράξη αυτής. Κατόπιν, η εταιρεία ειδικού σκοπού ως ειδική διάδοχος της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρεία, με την εξώδικη δήλωσή της, κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση, λόγω της υπερημερίας του ανακόπτοντος ως προς την αποπληρωμή των υποχρεώσεών του από την επίδικη σύμβαση, και τον κάλεσε να εξοφλήσει άμεσα το σύνολο της οφειλής του, που κατέστη απαιτητό και ληξιπρόθεσμο, λόγω της καταγγελίας, εκ 5.258,68 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και εξόδων. Στην συνέχεια, εξεδόθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής με την οποία ο ανακόπτων, υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 4.891,26 ευρώ εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 11-3-2014 μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, πλέον δικαστικής δαπάνης. Από την επισκόπηση της επίδικης συμβάσεως προκύπτει ότι πράγματι μεταξύ των διαδίκων – συμβαλλομένων, υπήρξε συμφωνία μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/1975, η οποία ήταν νόμιμη, πλέον του συμφωνηθέντος επιτοκίου ύψους 9,95% για του πρώτους 36 μήνες και στην συνέχεια κυμαινομένο, εξ 9,10% (όρος 2). Το δε επιτόκιο υπερημερίας ορίστηκε ότι υπολογίζεται με επιβάρυνση 2,5% επί του άνω συμβατικού επιτοκίου, πλέον της εισφοράς του ν. 128/1975 (όρος 8). Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο 8 της σύμβασης, ορίστηκε ότι «στην περίπτωση αυτή (υπερημερία) … το σύνολο της οφειλής κατά κεφάλαιο, τόκους, τόκους τόκων ανατοκιζόμενους ανά εξάμηνο (ακόμη και μετά την επιδίκαση της απαίτησης) και έξοδα, εκτοκίζονται με επιτόκιο υπερημερίας». Από το συνδυασμό των προαναφερθέντων ως άνω όρων της επίδικης συμβάσεως και το προσκομισθέν απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της πιστώτριας τράπεζας, συνάγεται ότι η τελευταία καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης αυτής, κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 και ανατόκιζε τα ποσά της (αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους-εκτοκισμός περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/ 1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Επομένως, η επιδικασθείσα με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής απαίτηση της καθ’ ης περιλαμβάνει ποσά από παράνομο ανατοκισμό της ανωτέρω εισφοράς, η δε παράνομη χρέωση αυτών επηρεάζει την απόδειξη με έγγραφα του συνόλου της απαίτησης, αφού από το ακριβές αντίγραφο του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης που αφορά στο λογαριασμό που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση της άνω σύμβασης δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών με συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της απαίτησης της καθ’ ης.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε μη νόμιμα και είναι ως εκ τούτου είναι ακυρωτέα, καθώς δεν συνέτρεχε η θετική προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης της πραγματικής απαίτησης της καθ’ ης κατά του ανακόπτοντος. Καταδίκασε την καθ’ ης στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος ύψους 300 ευρώ.