ΜΕΙΩΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΕΚΝΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΥΠΟΨΙΝ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΕΚΝΟ 2 ΕΤΩΝ-ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΑΤΕΡΑ ΜΕ ΤΟ ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΠΡΟ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 4800/2021
2573/2021 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συνεκδικάστηκαν οι υπό κρίση αγωγές με αντικείμενο την λύση του γάμου των διαδίκων λόγω ισχυρού κλονισμού, τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του, την ανάθεση της οριστικής επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην ενάγουσα και την υποχρέωση του εναγομένου σε καταβολή διατροφής για το τέκνο του ύψους 430 ευρώ.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, από τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζονται και επικαλούνται οι διάδικοι, από ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο με πολιτικό τύπο τον 12/2013, που ακολούθως ιερολογήθηκε το 2019, από τον οποίο απέκτησαν ένα θήλυ τέκνο, γεννηθέντος 07.08.2018. Πλην, όμως, η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και η σχέση τους κλονίσθηκε ανεπανόρθωτα, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε διάσταση από τον 9/2019. Ειδικότερα, οι διάδικοι μετέβησαν το 2014 στο εξωτερικό προκειμένου να εξεύρουν εργασία και να αποκτήσουν ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης. Προσλήφθηκαν αμφότεροι. Αρχικώς, η έγγαμη συμβίωσή τους κυλούσε ομαλά, ο ερχομός όμως της θυγατέρας τους ανέτρεψε τις μεταξύ τους ισορροπίες και προκάλεσε φθορά και ρήξη στη σχέση τους. Η εναγόμενη, από της αρχή της κυήσεως, άρχισε να απομακρύνεται από τον σύζυγό της ψυχικά και σωματικά, και να επιδεικνύει νευρική και εριστική συμπεριφορά απέναντί του. Από την άλλη πλευρά, ο ενάγων δεν έδειχνε την απαραίτητη κατανόηση και υπομονή που απαιτείται προκειμένου να προσαρμοστεί ένα ζευγάρι στον ερχομό ενός παιδιού, με αποτέλεσμα να γίνεται συχνά επιθετικός και εριστικός. Η καθημερινότητα αυτή, αποτελούμενη από συνεχείς έριδες και προστριβές, έφθειρε την μεταξύ τους σχέση και οδήγησε στην σταδιακή ψυχική και σωματική τους απομάκρυνση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί οριστική ρήξη μεταξύ τους. Η επιστροφή των διαδίκων στην Ελλάδα τον 8/2019, μετά την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας αμφοτέρων από την εργασία τους στο εξωτερικό, δεν ήταν αρκετή να γεφυρώσει το χάσμα και να επιλύσει τα προβλήματα του ζευγαριού, με αποτέλεσμα η σχέση τους να διακοπεί οριστικά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα, οι διάδικοι διέμεναν σε χωριστές κατοικίες, στις πατρικές τους οικίες, με σκοπό βέβαια να εξεύρουν δικό τους ακίνητο να εγκατασταθούν μαζί, κάτι που ουδέποτε έγινε. Μετά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, ο ενάγων αναχώρησε για εξωτερικό για να βρει εργασία, τον 12/2019, η τυχόν δε σύναψη εξωσυζυγικής σχέσης με γυναίκα στη χώρα που πήγε, δεν έπαιξε ρόλο στην διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους, διότι επακολούθησε αυτής. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διασπαστεί ο έγγαμος βίος τους οριστικά τον 9/2019 και έκτοτε αυτοί να βρίσκονται σε διάσταση και να διαμένουν σε διαφορετικές οικίες. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε οριστικά, ως αποτέλεσμα της προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς ενός εκάστου των διαδίκων προς τον άλλον, η οποία προσβάλλει τις νομικές και ηθικές βάσεις του γάμου, καθόσον είναι αντίθετη με τις υποχρεώσεις που απορρέουν απ’ αυτόν, καθώς και με τις απαιτούμενες εκδηλώσεις αγάπης, σεβασμού, ενδιαφέροντος, συμπαράστασης και αφοσίωσης του ενός συζύγου προς τον άλλον. Οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Πρέπει επομένως να απαγγελθεί η λύση του γάμου μεταξύ των διαδίκων.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, το ανήλικο τέκνο τους διαμένει με την μητέρα του. Δυνάμει απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του προσώπου του στην εναγομένη, υποχρεώθηκε ο ενάγων να καταβάλλει προσωρινώς για διατροφή του τέκνου του 230 ευρώ τον μήνα και ρυθμίστηκε προσωρινώς το δικαίωμα επικοινωνίας του με το τέκνο του. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, το οποίο βρίσκεται στη νηπιακή ηλικία, επιβάλλει να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του στην ενάγουσα μητέρα του, με την οποία ήδη αυτό διαμένει και η οποία το φροντίζει με στοργή και αγάπη και ανταποκρίνεται πλήρως στα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις της απέναντί του. Εξάλλου, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήτοι από τον 12/2019 έως τον 7/2020, ο εναγόμενος απουσίαζε στο εξωτερικό με την ενάγουσα να έχει επιφορτιστεί πλήρως με την ανατροφή της ανήλικης θυγατέρας τους. Ως προς δε την άρνηση του εναγομένου στην ανάθεση της επιμέλειας στην μητέρα, αυτή δεν συνοδεύεται από κάποια αιτιολογία εκ μέρους του ή επίκληση περιστατικών που να τη στηρίζουν, ενώ ο ίδιος ουδέποτε αιτήθηκε την ανάθεση σε αυτόν της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου του. Επομένως, το Δικαστήριο, με αποκλειστικό γνώμονα το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου και δεδομένου του ότι αυτό βρίσκεται σε μικρή και ευαίσθητη ηλικία, έχοντας ανάγκη τη συνεχή φροντίδα και παρουσία της μητέρας του, κρίνει ότι η άσκηση της επιμέλειας αυτού πρέπει να ανατεθεί αποκλειστικά στην ενάγουσα μητέρα του, η οποία παρέχει τα εχέγγυα για τη σωστή ανατροφή και διαπαιδαγώγησή του. Η λύση αυτή τυγχάνει προφανώς επωφελής για το τέκνο, καθόσον με τον τρόπο αυτό αφενός καλύπτεται η ιδιαίτερη, ενόψει και της ευαίσθητης ηλικίας, ανάγκη του για μητρική αγάπη, στοργή και φροντίδα, και αφετέρου διασφαλίζεται το ενδιαφέρον και η ενεργή συμμετοχή του πατέρα του, ο οποίος θα διατηρήσει την από κοινού με την μητέρα άσκηση των λοιπών λειτουργιών της γονικής μέριμνας σε κάθε κρίσιμο ζήτημα που το αφορά. Με βάση, επομένως, τα προμνημονευόμενα, και αφού σημειωθεί ότι, λόγω της ηλικίας του ανωτέρω ανήλικου τέκνου δεν ήταν δυνατό να συνεκτιμηθεί η γνώμη του όσον αφορά στο επίδικο ζήτημα.
Αναφορικά με το αίτημα επικοινωνίας του ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του, συνεκτιμώνται κατά κύριο λόγο το συμφέρον και η ηλικία του τέκνου, οι τυχόν συμφωνίες των διαδίκων, αλλά και ο ατομικός, κοινωνικός και επαγγελματικός βίος των διαδίκων. Η εναγόμενη οφείλει να λειτουργήσει υποστηρικτικά στη δημιουργία και διατήρηση ομαλής σχέσης και ψυχικού δεσμού μεταξύ του τέκνου και του πατέρα του, όπως και ο ενάγων πατέρας οφείλει να μην το επηρεάζει αρνητικά έναντι της μητέρας του, σημειούμενου ότι η άσκηση αρνητικής επίδρασης σε βάρος του άλλου γονέα και η δημιουργία προσκομμάτων και εμποδίων στην επικοινωνία ή επιμέλεια αποτελεί κακή άσκηση της επιμέλειας, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αφαίρεσή της. Με βάση όλα τα ανωτέρω, η επικοινωνία του ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο, λαμβανομένου υπόψη του καλώς εννοουμένου συμφέροντος αυτού, το οποίο επιβάλλει όπως επικοινωνεί το τέκνο με τον πατέρα του, δεδομένου ότι και αυτός πρέπει να παρακολουθεί την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγησή του, προκειμένου να αναπτυχθεί μεταξύ τους στενός ψυχικός δεσμός, να ενισχυθούν αμοιβαίως τα αισθήματα αγάπης και να αποτραπεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος αποξένωσης, πρέπει να ρυθμιστεί ως ακολούθως: Α) Κάθε Τρίτη και Πέμπτη από ώρα 17:00 μμ μέχρι ώρα 20:00 μμ. Β) Κάθε δεύτερο και τέταρτο Σαββατοκύριακο εκάστου μηνός από ώρα 11:00 πμ του Σαββάτου μέχρι ώρα 19:00 μμ της Κυριακής, κατά το οποίο το ανήλικο θα διανυκτερεύει στην οικία του πατρός του. Η επικοινωνία κατά τις ανωτέρω ημέρες στις περιπτώσεις Α) και Β) θα αργεί κατά την περίοδο των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και την περίοδο των θερινών διακοπών, οπότε το δικαίωμα επικοινωνίας ρυθμίζεται ειδικότερα ως κατωτέρω. Γ) Στις εορτές-διακοπές των Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς εναλλάξ από ώρα 10 πμ της 24ης Δεκεμβρίου μέχρι ώρα 19:00 μμ της 29ης Δεκεμβρίου κατά τα μονά έτη και από ώρα 10:00 πμ της 30ης Δεκεμβρίου μέχρι ώρα 19:00 μμ της 6ης Ιανουαρίου κατά τα ζυγά έτη. Δ) Στις εορτές-διακοπές του Πάσχα εναλλάξ από ώρα 10:00 πμ της Μεγάλης Δευτέρας μέχρι ώρα της 19:00 μμ της Δευτέρας της Διακαινησίμου κατά τα μονά έτη και από ώρα 10:00 πμ της Τρίτης της Διακαινησίμου μέχρι ώρα 19:00 της Κυριακής του Θωμά κατά τα ζυγά έτη. Ε) Κατά τις θερινές διακοπές εναλλάξ κατά τα μονά έτη από ώρα 10:00 πμ της 1ης Ιουλίου μέχρι ώρα 19:00 μμ της 15ης Ιουλίου και από ώρα 10:00 πμ της 1ης Αυγούστου έως ώρα 19:00 μμ της 16ης Αυγούστου και κατά τα ζυγά έτη από ώρα 10:00 πμ της 16ης Ιουλίου έως ώρα 19:00 της 31ης Ιουλίου και από ώρα 10:00 της 16ης Αυγούστου έως ώρα 19:00 μμ της 31ης Αυγούστου. ΣΤ) Την Καθαρά Δευτέρα κατά τα μονά έτη από ώρα 10:00 πμ έως ώρα 19:00 μμ. Ζ) Στην ονομαστική εορτή του ανηλίκου κατά τα μονά έτη από ώρα 17:00 μμ έως ώρα 20:00 και την ημέρα των γενεθλίων του ανηλίκου κατά τα ζυγά έτη από ώρα 17:00 έως ώρα 20:00 εναλλάξ. Η) Κατά την ονομαστική εορτή του ενάγοντος, εφόσον δεν συμπίπτει με τις ημέρες επικοινωνίας του την περίοδο των εορτών του Πάσχα, από ώρα 17:00 μμ έως ώρα 20:00 μμ. Θ) Τις υπόλοιπες δε μέρες επιτρέπεται τηλεφωνική ή διαδικτυακή επικοινωνία του ενάγοντος με την ανήλικη, εντός του ακόλουθου χρονικού διαστήματος, ήτοι από ώρα 18:00-19:00 μμ και με εύλογη διάρκεια που δεν θα ξεπερνά, ενόψει της ηλικίας της ανήλικης, τα 15’. Τέλος, σε περίπτωση αποδεδειγμένης ασθένειας του ανηλίκου (και δη πιστοποιούμενης ιατρικής βεβαίωσης) κατά την ορισθείσα ημέρα επικοινωνίας, δεν θα ισχύει ο ανωτέρω τρόπος επικοινωνίας, πλην όμως στην περίπτωση αυτή ο ενάγων θα έχει δικαίωμα να επικοινωνεί με το ανήλικο την αντίστοιχη μέρα και εντός του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος δικαιώματος επικοινωνίας στην οικία που διαμένει το ανήλικο επί δύο ώρες. Επιπλέον, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του αντίστοιχου, παρεπομένου αγωγικού αιτήματος, πρέπει να απειληθεί χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση σε βάρος της εναγομένης, για κάθε περίπτωση που ήθελε παρεμποδίσει την επικοινωνία του ενάγοντος με το ανωτέρω ανήλικο τέκνο τους, παραβιάζοντας τους περί αυτήν όρους.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, το οποίο νομίμως στην παρούσα δίκη εκπροσωπείται από την μητέρα του, αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του, καθόσον στερείται πλήρως εισοδημάτων. Συνεπώς, υπόχρεοι προς διατροφή είναι οι γονείς του, καθένας ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα μητέρα, 41 έτους, εργάζεται ως υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με ωράριο μερικής απασχόλησης και με μηνιαίες καθαρές αποδοχές 465 ευρώ. Διαμένει μαζί με το ανήλικο τέκνο της και την μητέρα της σε διαμέρισμα συγκυριότητάς της κατά ποσοστό 50%, εκτάσεως 70 τ.μ., και ως εκ τούτου δεν βαρύνεται με δαπάνες στέγασης. Τυγχάνει, επίσης, συγκύρια κατά ποσοστό 50% ενός καταστήματος, εκτάσεως 63 τ.μ., το οποίο εκμισθώνει από το έτος 2019, αντί μηνιαίου μισθώματος 400 ευρώ, εκ των οποίων η ενάγουσα λαμβάνει τα 200. Σημειωτέον ότι, ακόμη κι αν ήθελε κριθεί αληθής ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί οφειλής μισθωμάτων, η τελευταία διατηρεί την αξίωση αυτή κατά του μισθωτή του καταστήματος και επομένως το ποσό του αναλογούντος μισθώματος είναι υπολογιστέο στα εισοδήματά της. Το ίδιο ισχύει και για τους μήνες κατά τους οποίους το κατάστημα έμεινε κλειστό λόγω της πανδημίας, για τους οποίους η ενάγουσα θα λάβει την αντίστοιχη κρατική ενίσχυση αντί μισθωμάτων. Από την άλλη πλευρά, ο εναγόμενος, ηλικίας 41 έτους, δεν εργάζεται κατά τον παρόντα χρόνο ή εργάζεται περιστασιακά, εκτελώντας υδραυλικές εργασίες, ενώ μετά την επιστροφή του από το εξωτερικό, όπου εργαζόταν ως υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα ως οδηγός φορτηγού, μέχρις ότου έφυγε πάλι για το εξωτερικό προκειμένου να ξεκινήσει μια νέα δουλειά, η οποία δεν τελεσφόρησε. Ωστόσο, η κατά το άρθρο 288 ΑΚ καλή πίστη, διέπει όχι μόνο τις ενοχές υπό ευρεία εννοία, αλλά και κάθε έννομη σχέση μεταξύ δυο προσώπων που πηγάζει από το νόμο, ήτοι από μη ενοχικά δικαιώματα, όπως και τα οικογενειακά. Προδήλως, λοιπόν, διέπει και την από το νόμο υποχρέωση διατροφής. Προκύπτει ότι οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων του ανηλίκου προς συνεισφορά στη διατροφή του, συναρτώνται και προς την δυνατότητά τους να αποκτήσουν εισόδημα από εργασία, ανάλογη προς τα προσόντα και τις δυνατότητές τους, την οποία εργασία, κατά της αρχές της καλής πίστης οφείλουν να αναζητήσουν και ανάλογα και με την κατάσταση της αγοράς εργασίας μπορούν να εύρουν, για να απασχοληθούν επικερδώς. Εφόσον λοιπόν, ο γονέας αν και μπορούσε να εύρει ανάλογη εργασία, παραλείψει να πράξει τούτο, κατά τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη, θα τύχει, κατά τον προσδιορισμό της συμμετοχής του στη διατροφή του ανηλίκου, της μεταχειρίσεως, σαν να είχε πραγματικά το εισόδημα από την εργασία αυτή (βλ. σημ. Μ. Μαργαρίτης σε ΕλΔικ 36, 1558, ΑΠ 1507/2001 ΕλλΔικ 44.1592, ΝοΒ 50 σελ. 1618 επ., ΕφΠειρ 909/2005, ΕφΠειρ 155/2004 ΕλλΔικ 2005.1518,1519). Εν προκειμένω, ο εναγόμενος είναι ακόμα νέος, υγιής, είχε και έχει τη δυνατότητα να εξεύρει εργασία ενόψει και της εμπειρίας του, και να αποκομίζει μηνιαίως, λαμβάνοντας υπόψη και των οικονομικών συνθηκών της παρούσας χρονικής περιόδου, τουλάχιστον το ποσό των 650 ευρώ. Φιλοξενείται στην πατρική του οικία και δεν επιβαρύνεται με δαπάνες μίσθωσης. Περαιτέρω το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, 3 ετών, κατά το χρονικό διάστημα 2020-2021 ήταν εγγεγραμμένο σε ιδιωτικό παιδικό σταθμό με μηνιαία δίδακτρα 280 ευρώ, καθώς η ενάγουσα εργάζεται και η μητέρα της λόγω προβλημάτων υγείας δεν δύναται να αναλάβει την φύλαξή του. Δεν κατέστη δυνατή η εγγραφή του σε ιδιωτικό βρεφικό σταθμό μέσω του ΕΣΠΑ, παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα υπέβαλε σχετική αίτηση. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, οι παιδικοί σταθμοί δεν λειτούργησαν πλήρως, καθώς ανεστάλη από 16/11 του έτους 2020 η διά ζώσης λειτουργία αυτών λόγω της πανδημίας. Συνεπώς, από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (12/2020) μέχρι και τον 4/2021 η ενάγουσα δεν κατέβαλε δίδακτρα, παρά μόνο για τους μήνες Μάϊο έως Αύγουστο 2021. Εξάλλου, για το χρονικό διάστημα 2021-2022, υπάρχει η δυνατότητα εγγραφής του τέκνου σε δημόσιο παιδικό σταθμό ή ιδιωτικό μέσω του ΕΣΠΑ. Οι λοιπές δαπάνες διαβίωσης του τέκνου που απαιτούνται μηνιαίως είναι οι συνήθεις των συνομιλήκων του. Με βάση τις εν γένει περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι, για την ανάλογη με τις ανάγκες του τέκνου διατροφή, απαιτείται ποσό 400 ευρώ μηνιαίως, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η συνεπεία της εκεί διαβιώσεώς του, προκύπτουσα επιβάρυνση των λειτουργικών εξόδων της κατοικίας όπου διαμένει, τα οποία φέρει η ενάγουσα μητέρα του, ενώ συνυπολογίζονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου του, υπηρεσίες (παρασκευή φαγητού, πλύσιμο, σιδέρωμα κλπ.), των οποίων έχει ανάγκη για την ανατροφή του και, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, συνδέονται με τη συνοίκηση και του προσφέρονται από την ενάγουσα (βλ. και ΑΠ 884/2003 ΕλλΔνη 45.117), αποτιμώνται δε κατά μήνα στο ποσό των 100 ευρώ. Από το ποσό αυτό ο εναγόμενος πατέρας του οφείλει να καταβάλλει το ποσό των 220 ευρώ μηνιαίως, ενώ το υπόλοιπο συνολικό ποσό που είναι αναγκαίο για τη διατροφή του τέκνου βαρύνει την μητέρα του, καλυπτόμενο με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών στην ανατροφή του και με τα εισοδήματά της, ως έχουσα, κατά νόμο, συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής του. Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο προβαίνει στον ανωτέρω επιμερισμό του ποσού διατροφής μεταξύ των γονέων του, χωρίς να απαιτείται η υποβολή ενστάσεως συνεισφοράς και της ενάγουσας μητέρας του εκ μέρους του εναγομένου πατέρα του, διότι με την αγωγή ζητείται να υποχρεωθεί ο τελευταίος να καταβάλλει το ποσό της συμμετοχής του στη διατροφή του τέκνου, μετά την αφαίρεση της συμμετοχής σ’ αυτήν της μητέρας του. Εξάλλου, το παραπάνω ποσό ο εναγόμενος είναι σε θέση να καταβάλλει χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή, αφού οι μηνιαίες οικονομικές δυνάμεις του, σε συνδυασμό με όλες τις υποχρεώσεις αυτού, επαρκούν για την αντιμετώπιση τόσο της προσωπικής του διατροφής όσο και αυτής του τέκνου του. Συνεπώς, ο εναγόμενος πατέρας υποχρεούται να προκαταβάλλει μηνιαίως στην ενάγουσα, ως ασκούσας αποκλειστικά την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους και για λογαριασμό του, για διάστημα 2 ετών από την επομένη επίδοσης της αγωγής, ως μηνιαία συνεισφορά του στη διατροφή του σε χρήμα, το ποσό των 220 ευρώ, με νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης.