1070/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[…] Η ενάγουσα με την υπό κρίσιν αγωγή της – όπως αυτή παραδεκτά περιορίστηκε μετά την τροπή του συνόλου του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό- ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με τον οποίο βρίσκεται ήδη σε διάσταση, εφόσον ο γάμος της δεν έχει λυθεί εισέτι αμετάκλητα, να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να καταβάλει σ’ αυτήν ως μηνιαία διατροφή της σε χρήμα, για το λόγο ότι από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση, το ποσό των 730,00 Ευρώ μηνιαίως καθώς επίσης και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει με την ιδιότητά της ως ασκούσας την αποκλειστική επιμέλεια των τριών ανηλίκων τέκνων της … , και για λογαριασμό τους, διατροφή για τούτα, καθόσον στερούνται παντελώς περιουσιακών στοιχείων, πόρων και εισοδημάτων και δη το ποσό των Ευρώ μηνιαίως για τον …, 1.000 Ευρώ μηνιαίως για τον … και το ποσό των 440 Ευρώ μηνιαίως για τον … και δη προκαταβολικά εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, για χρονικό διάστημα δυο ετών από της επιδόσεως της αγωγής και νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής και έως την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή ποσού 1.000 Ευρώ και προσωπική κράτηση διαρκείας έξι μηνών, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης. Τέλος ζητεί να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα πλέον των προκαταβληθέντων σε βάρος του εναγομένου.
[…] αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο πολιτικό γάμο στις … στο Δημαρχείο …, ο οποίος στη συνέχεια ιερολογήθηκε σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα στις … στον Ιερό Ναό Αγ. Δημητρίου στη …. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν τρία τέκνα, εισέτι ανήλικα, τον …, τον … και τον … Δυνάμει της με αριθ. 3910/2020 οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε κατόπιν αγωγής της ενάγουσας κατά του εναγομένου, απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης από λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του εναγομένου, ανατέθηκε η επιμέλεια των τέκνων των διαδίκων αποκλειστικά στην ενάγουσα και καθορίστηκε διατροφή για την ενάγουσα και τα τέκνα της για διάστημα δυο ετών από την επίδοση της εκεί αγωγής. Ήδη το χρονικό αυτό διάστημα έχει παρέλθει η ενάγουσα ζητεί επανακαθορισμό του ύψους της διατροφής της ιδίας και των τέκνων της, με δεδομένο ότι η λύση του γάμου των διαδίκων δεν έχει καταστεί εισέτι αμετάκλητη, εφόσον ο ενάγων άσκησε έφεση κατά της εν λόγω πρωτόδικης αποφάσεως ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, με εκκαλούμενο κεφάλαιο μεταξύ άλλου και εκείνο της λύσης του γάμου του με την ενάγουσα, με προσδιορισθέντα χρόνο συζήτησης αυτής την 19-5-2022. Περαιτέρω, αποδείχθηκε από η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων υπήρξε εξαρχής προβληματική, λόγω της τάσης του εναγομένου να συνάπτει εφήμερες εξωσυζυγικές σχέσεις, γεγονός που κλόνιζε την αρμονία στη συζυγική σχέση και δημιουργούσε τριβές και εντάσεις. Μάλιστα για το λόγο αυτό, το έτος 2017 οι διάδικοι αποφάσισαν να απευθυνθούν σε ιδιώτη ψυχολόγο, ως σύμβουλο γάμου. Οι προσπάθειες αυτές, ωστόσο, της ενάγουσας να διασώσει το γάμο της με τον εναγόμενο δεν απέφεραν τα προσδοκόμενα αποτελέσματα, εφόσον ο τελευταίος συνήψε νέα εξωσυζυγική σχέση, πλέον με την προαναφερόμενη ψυχολόγο-σύμβουλο γάμου, με την οποία και συμβιώνει. Ενόψει των προαναφερομένων η ενάγουσα απέχει από την έγγαμη συμβίωση από εύλογη γι’ αυτήν αιτία και για το λόγο αυτό δικαιούται πλήρους διατροφής σε χρήμα, το ύψος της οποίας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες της όπως είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, συνεκτιμωμένων και των διαφοροποιήσεων που προκλήθηκαν από τη χωριστή διαβίωσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι από τις εκατέρωθεν οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων ως συζύγων και το συσχετισμό των οφειλομένων εκατέρωθεν συμβολών προκύπτει διαφορά υπέρ της ενάγουσας. Ο εναγόμενος τυγχάνει αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού και φέρει το βαθμό του Α’ πλοιάρχου, απασχολείτο δε μέχρι το έτος 2019 στην εταιρία με την επωνυμία …, πραγματοποιώντας υπερατλαντικά ταξίδια διαρκείας έξι περίπου μηνών κυρίως με δεξαμενόπλοια ξένης σημαίας, βάσει συμβάσεων ναυτολόγησης ορισμένου χρόνου με μέσες μηνιαίες καθαρές αποδοχές περί τις 6.000,00 Ευρώ. Στις 12-11-2019 διεκόπη κοινή συναινέσει η συνεργασία του εναγομένου με την άνω εταιρία, πλην όμως εκτιμάται ότι ο εναγόμενος, ο οποίος είναι μόλις ηλικίας 41 ετών κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και υγιής, συνεχίζει να εργάζεται στη ναυτιλία χωρίς να δηλώνεται επισήμως ως ναυτολογημένος, αποκομίζοντας τουλάχιστον τα ίδια ως άνω εισοδήματα των 6.000,00 Ευρώ μηνιαίως. Σε κάθε δε περίπτωση, λόγω της ηλικίας του και της κατάστασης της υγείας του ακόμη και αν δεν εργαζόταν θα όφειλε να εξεύρει εργασία σε θέση ανάλογη των προσόντων του και της μακρόχρονης εμπειρίας του, αποκερδαίνονττας τουλάχιστον το άνω ποσό μηνιαίως (πρβ. ΕφΛαρ 61/2007, Δικογραφία 2007-232). Άλλα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει ο εναγόμενος, ούτε και ακίνητη περιουσία, διαμένει με τη νέα σύντροφό του και το τέκνο της σε μισθωμένη οικία και επομένως βαρύνεται με την δαπάνη καταβολής ενοικίου και τις λειτουργικές δαπάνες αυτής κατά το ποσοστό που του αναλογεί, ποσό που εκτιμάται ότι δεν ξεπερνά τα 300,00 Ευρώ μηνιαίως. Διαθέτει επίσης ένα ΙΧΕ όχημα εργοστασίου κατασκευής DAIMER τύπου CHEROKEE, την χρήση του οποίου έχει παραχωρήσει στην ενάγουσα, για τις μετακινήσεις των τέκνων τους, ενώ ο ίδιος προέβη στην αγορά ενός μεταχειρισμένου οχήματος εργοστασίου κατασκευής MAZDA αξίας 4.500 Ευρώ. Άλλα περιουσιακά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει ο εναγόμενος, ούτε ότι βαρύνεται εκ του νόμου με την υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων, πλην της ενάγουσας συζύγου του και των τριών τέκνων του. Οι δε λοιπές δαπάνες συντηρήσεώς του είναι οι συνήθεις των ατόμων αυτής της ηλικίας που ζουν υπό όμοιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά η ενάγουσα, ηλικίας 41 ετών κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, από τη σύναψη του γάμου της με τον εναγόμενο έπαυσε να εργάζεται κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας και στη συνέχεια αφοσιώθηκε στην ανατροφή των τέκνων της. Κατά τη διάρκεια δε της έγγαμης συμβίωσής της συμμετείχε στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών με την προσωπική της εργασία στο σπίτι. Πρo της έγγαμης συμβίωσης εργαζόταν σε ζαχαροπλαστείο, ενώ όπως αποδείχθηκε δεν έχει αποφοιτήσει από κάποιο πανεπιστήμιο ή τεχνική σχολή και παρόλο που γνωρίζει τρεις ξένες γλώσσες δεν διαθέτει τίτλους επάρκειας διδασκαλίας, ούτε προκύπτει να έχει προβεί σε εξάσκηση αυτών τα τελευταία χρόνια, με συνέπεια να μην διαθέτει εν γένει σημαντική προϋπηρεσία. Επιπλέον η ανατροφή τριών τέκνων δεν της επιτρέπει να ανεύρει εργασία και μάλιστα σε μια μικρή αγορά εργασίας όπως είναι αυτή της Σαλαμίνας, διότι πέραν των αυξημένων οικογενειακών αναγκών που συνεπάγεται η φροντίδα τριών ανηλίκων τέκνων, το ωράριο σε επιχειρήσεις όπως είναι τα αρτοποιεία ή ζαχαροπλαστεία, όπου είχε κατά το παρελθόν εργαστεί, είναι συνήθως συνεχές, ενώ συμπεριλαμβάνει και Σαββατοκύριακα, με αποτέλεσμα την ενδεχόμενη απασχόληση και της ημέρες αυτές καθώς και τα απογεύματα, που τα παιδιά επιστρέφουν από το σχολείο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα διαθέτει στην αποκλειστική της κυριότητα μια διώροφη μονοκατοικία συνολικής επιφανείας 152 τ.μ. σε τμήμα οικοπέδου 344 τ.μ. στη θέση … του Δήμου …, το οποίο αποτελούσε και την οικογενειακή των διαδίκων. Η ως άνω μονοκατοικία επισκευάστηκε και αποπερατώθηκε κατόπιν λήψης δανείου ύψους 163.000 Ευρώ περίπου, ωστόσο σήμερα δεν καταβάλλεται κάποιο ποσό έναντι της οφειλής αυτής, δυνάμει της από 23-1-2020 προσωρινής διαταγής της Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας, κατόπιν αιτήσεως της ενάγουσας για την υπαγωγή της σε ρύθμιση οφειλών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3869/2010. Την εν λόγω οικία η αντίδικος εκμισθώνει λαμβάνοντας εισόδημα της τάξεως των 200,00 Ευρώ μηνιαίως. Η ενάγουσα φιλοξενείται πλέον στην οικία των γονέων της στη …, επί της οδού … και επομένως δεν επιβαρύνεται με την δαπάνη καταβολής ενοικίου. Πλην όμως επιβαρύνεται με τη συμμετοχή της στις λειτουργικές δαπάνες της κατοικίας αυτής (ηλεκτροφωτισμού, τηλεπικοινωνιών, ύδρευσης, κοινοχρήστων κλπ). Άλλα περιουσιακά στοιχεία είτε άλλα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει η ενάγουσα, ούτε ότι βαρύνεται εκ του νόμου με τη διατροφή άλλων προσώπων, πλην των άνω τριών ανηλίκων τέκνων της. Κατά τα λοιπά έχει τις συνήθεις διατροφικές ανάγκες των προσώπων της ηλικίας της που ζουν υπό όμοιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Η ενάγουσα παρέχει επίσης στα ανήλικα τέκνα της τις συνδεόμενες με την συνοίκηση προσωπικές φροντίδες και υπηρεσίες που είναι αποτιμητές σε χρήμα. Οι διατροφικές λοιπόν ανάγκες της ενάγουσας κατά τον επίδικο χρόνο ανέρχονται με μέτρο της συνθήκες της οικογενειακής ζωής και αφού ληφθούν υπόψη και οι νέες προσωπικές ανάγκες της από τη χωριστή πλέον διαβίωση στο ποσό των 750,00 Ευρώ το μήνα. Εφόσον λοιπόν ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια της συμβίωσης όφειλε τη μεγαλύτερη συνεισφορά, είναι υπόχρεος σε χρηματική διατροφή της ενάγουσας, της συζύγου δηλαδή που κατά τη διάρκεια της συμβίωσης όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, κατ’ εφαρμογή της γενικής αρχής της επιείκειας, σε συσχετισμό των οικονομικών δυνάμεων των διαδίκων και με βάση τις ανάγκες της ζωής της δικαιούχου συζύγου (ενάγουσας) όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια της οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με τις νέες ανάγκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, και λόγω της χωριστής διαβίωσης, που είναι οι συνηθισμένες, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα ως διατροφή της το ποσό των 680 Ευρώ μηνιαίως, ποσό που αποτελεί την διατροφή που ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει και αντίστοιχα θα απολάμβανε εκείνη στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσής τους, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των συνεισφορών των διαδίκων που δικαιούται να αξιώσει η ενάγουσα μετά τη διακοπή. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων τους, διαμένουν με τη μητέρα τους, η οποία ασκεί και την οριστική τους επιμέλεια, δυνάμει της με αριθμόν 3910/2020 οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων και λόγω της ανηλικότητάς τους δεν δύνανται να εργασθούν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους. Συνεπώς, διατηρούν καταρχήν νόμιμη αξίωση διατροφής έναντι των γονέων τους, ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του καθενός. […] Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, ενόψει των συνθηκών της ζωής των τέκνων των διαδίκων, όπως αυτές προσδιορίζονται από την ηλικία τους, την κατάσταση της υγείας τους, τις κλίσεις και τις ικανότητές τους, καθώς και από τις συνθήκες της ζωής τους και δυνάμεις των γονέων τους, όπως αυτές προαναφέρθηκαν, η απαιτούμενη ανάλογη με τις συνθήκες αυτές διατροφή του ανέρχεται για το επίδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 600 Ευρώ μηνιαίως για τον …, το ποσό των 700 Ευρώ μηνιαίως, για τον … και στο ποσό των 480 Ευρώ μηνιαίως για το … Στα ποσά αυτά συνυπολογίζονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου- τους υπηρεσίες, των οποίων έχουν ανάγκη για την ανατροφή τους και τους προσφέρονται από την ενάγουσα μητέρα τους, η οποία τις υπολογίζει στην αγωγή ως συνεισφορά της μαζί με τα εισοδήματά της. Με τα δεδομένα αυτά ο εναγόμενος υποχρεούται να συμμετέχει στη διατροφή των τέκνων του κατά το ποσό των 500,00 Ευρώ μηνιαίως για τον …, το ποσό των 600,00 Ευρώ μηνιαίως για τον … και στο ποσό των 380,00 Ευρώ μηνιαίως για το …, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσό θα συνεισφέρει η μητέρα τους με την προσωπική της εργασία και εισοδήματα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η πρέπει η αγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να προκαταβάλει μηνιαίως στην ενάγουσα: Α) διατροφή για την ίδια ατομικά ποσού 680,00 Ευρώ εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός καν δη από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων και πάντως όχι πέραν της διετίας από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. και Β) διατροφή για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων του με την ιδιότητα αυτής (ενάγουσας) ως ασκούσας την επιμέλεια των άνω τριών ανηλίκων τέκνων τους ποσού 500,00 Ευρώ μηνιαίως για τον …, ποσού 600 Ευρώ μηνιαίως για τον … και ποσού 380,00 Ευρώ μηνιαίως για το …, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός και για χρονικό διάστημα δυο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, και δη νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. […]